Το καρδιολογικό ιστορικό και η αντικειμενική εξέταση της καρδιάς

{ ΤΡΕΙΣ ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ ΓΙΑ ΙΑΤΡΟΥΣ :

Το ιστορικό και η αντικειμενική εξέταση αποτελούν την αρχική ενέργεια του γιατρού κατά το διαγνωστικό έλεγχο ενός ασθενή. Συχνά κατευθύνουν τη διαγνωστική σκέψη είτε απευθείας στη σωστή διάγνωση, ή στη σωστή και λογική επιλογή των κατάλληλων κατά περίπτωση παρακλινικών και εργαστηριακών εξετάσεων που θα θέσουν τη διάγνωση. Έτσι επιλέγεται η σωστή διαγνωστική στρατηγική και αποφεύγονται οι περιττές εξετάσεις. 
Από το ιστορικό, συχνά συμπτώματα που παρατηρούνται σε καρδιακά νοσήματα (αλλά δεν είναι ειδικά για καρδιακή πάθηση, αφού παρατηρούνται και σε μη καρδιακές νόσους) είναι το θωρακικό άλγος (ιδιαίτερα όταν είναι στο κέντρο του θώρακα και σχετικά ασαφώς εντοπισμένο), η δύσπνοια στη σωματική προσπάθεια, η παροξυσμική νυκτερινή δύσπνοια και η ορθόπνοια, η εύκολη κόπωση, το οίδημα (συμμετρικό οίδημα στα χαμηλότερα μέρη του σώματος) ,το αίσθημα προκαρδίων παλμών (θέτει υπόνοια ταχυκαρδίας ή αρρυθμίας) και η συγκοπή (αιφνίδια παροδική απώλεια των αισθήσεων). Άλλα συμπτώματα που είναι δυνατόν να οφείλονται σε καρδιακή αιτία είναι ο βήχας, η αιμόπτυση (μπορεί να παρουσιασθεί σε σοβαρή στένωση μιτροειδούς βαλβίδας) και η περιφερική αρτηριακή εμβολή (πχ συμπτωματολογία αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, ή εμβολής αρτηρίας κάτω άκρου), που μπορεί να οφείλεται σε καρδιακή αιτιολογία. Τέτοιες αιτίες εμβολής είναι η κολπική μαρμαρυγή, θρόμβος στην αριστερή κοιλία στα πλαίσια εμφράγματος, θρόμβος σε προσθετική βαλβίδα, ενδοκαρδίτιδα κλπ.
Εκτός από τα σημερινά ή πρόσφατα συμπτώματα (παρούσα νόσος) ο ασθενής κατά τη λήψη του ιστορικού ερωτάται για το ατομικό αναμνηστικό (διαγνωσμένες παθήσεις και συμπτώματα που εμφάνισε στο παρελθόν, ύπαρξη παραγόντων κινδύνου για στεφανιαία νόσο κλπ), τη λαμβανόμενη φαρμακευτική αγωγή, τις διάφορες συνήθειες (έξεις-τρόπος ζωής: πχ κάπνισμα, αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ, ένταση της συνήθους σωματικής δραστηριότητας, διατροφικές συνήθειες, κλπ), το είδος της εργασίας και το οικογενειακό ιστορικό (πχ οικογενειακό ιστορικό καρδιακής παθήσεως, ή αιφνιδίου θανάτου).
 Σε επείγουσες περιπτώσεις η λήψη του ιστορικού, όπως και η αντικειμενική εξέταση είναι σύντομη και προσανατολισμένη στο πρόβλημα. Σε κάποιες περιπτώσεις  χρήσιμες πληροφορίες λαμβάνονται και από τα πρόσωπα του περιβάλλοντος του ασθενούς.


Συνήθη καρδιολογικά συμπτώματα

Στηθάγχη: Αίσθημα οπισθοστερνικού συνήθως συσφιγκτικού και κάποτε καυστικού άλγους ή ενοχλήματος το οποίο μπορεί να συνοδεύεται από αιμωδία στα άνω άκρα ή να αντανακλά στο λαιμό, την κάτω γνάθο ή το επιγάστριο. Η θέση του άλγους είναι συνήθως κεντρική στην περιοχή του στέρνου, ενώ κάποτε μπορεί να είναι λίγο αριστερότερα της μέσης γραμμής. Η ενόχληση χαρακτηριστικά εμφανίζεται και επιτείνεται με τη σωματική προσπάθεια , ενώ υποχωρεί με την ανάπαυση. Άλλοι εκλυτικοί παράγοντες είναι η έκθεση στο ψύχος, το βαρύ γεύμα και η έντονη συναισθηματική φόρτιση. Σπανίως η ενόχληση μπορεί να παρουσιάζεται σε κάποια από τις θέσεις αντανάκλασης (πχ άλγος στο επιγάστριο ή την κάτω γνάθο με τη σωματική προσπάθεια) χωρίς να υπάρχει ενόχληση στην περιοχή του προσθίου θώρακα. Η στηθάγχη οφείλεται σε ελαττωμένη προσφορά οξυγόνου στο μυοκάρδιο σε σχέση με τις ανάγκες, με συχνότερο υποκείμενο αίτιο την αθηρωματική στένωση των στεφανιαίων αρτηριών. Μπορεί όμως να παρουσιασθεί και σε περιπτώσεις όπου υπάρχει αύξηση των αναγκών του μυοκαρδίου σε οξυγόνο με φυσιολογικές στεφανιαίες αρτηρίες (πχ σε σοβαρή πάθηση της αορτικής βαλβίδας, σοβαρή υπερτροφία της αριστερής κοιλίας από υπερτασική καρδιοπάθεια, ή υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια).
Σταθερή στηθάγχη: Η ενόχληση παρουσιάζεται με τη σωματική προσπάθεια και είναι προβλέψιμη (σε συγκεκριμένη ένταση και διάρκεια σωματικής προσπάθειας), ενώ δεν υπάρχει πρόσφατη αύξηση στη βαρύτητα και τη συχνότητα των στηθαγχικών ενοχλημάτων.
Ασταθής στηθάγχη: μπορεί να εμφανισθεί σαν επιδείνωση προϋπάρχουσας στηθάγχης, με εμφάνιση των επεισοδίων με μεγαλύτερη συχνότητα και διάρκεια και σε χαμηλότερο επίπεδο σωματικής προσπάθειας. Επίσης στην κατηγορία της ασταθούς στηθάγχης υπάγεται και η εμφάνιση του στηθαγχικού ενοχλήματος σε ηρεμία (όταν ο ασθενής δεν καταβάλλει σωματική προσπάθεια) ή στον ύπνο. Η ασταθής στηθάγχη είναι επικίνδυνη κατάσταση, επειδή σχετίζεται με αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης εμφράγματος του μυοκαρδίου.
 Η στηθάγχη στην κατάκλιση συνήθως οφείλεται σε σοβαρή στεφανιαία νόσο και αποδίδεται στην αύξηση της τελοδιαστολικής πίεσης λόγω της αυξημένης φλεβικής επιστροφής στην κατακεκλιμένη θέση. Η αύξηση της φλεβικής επιστροφής, επομένως και του προφορτίου, σε μία καρδιά με σημαντικού βαθμού συστολική ή διαστολική δυσλειτουργία λόγω στεφανιαίας νόσου, οδηγεί σε άνοδο της τελοδιαστολικής πίεσης και του τελοδιαστολικού όγκου με συνέπεια την αύξηση της τοιχωματικής τάσης στο μυοκάρδιο. Αυτό σημαίνει ότι ασκείται μεγαλύτερη πίεση εξωτερικά στις στεφανιαίες αρτηρίες, με αποτέλεσμα μείωση της στεφανιαίας ροής κατά τη διαστολή. Η αυξημένη τοιχωματική τάση προκαλεί παράλληλα αύξηση του καρδιακού έργου και επομένως αύξηση των αναγκών του μυοκαρδίου σε οξυγόνο. Επίσης η νυκτερινή στηθάγχη μπορεί να σχετίζεται με αυξημένη δραστηριότητα του συμπαθητικού νευρικού συστήματος (που οδηγεί σε αυξηση των σφύξεων και της αρτηριακής πίεσης, επομένως και του καρδιακού έργου) στη διάρκεια ζωηρών ονείρων. Κάποιες φορές προκαλείται από σπασμό στεφανιαίας αρτηρίας κατά τον ύπνο REM.
Η στηθάγχη στην κατάκλιση μπορεί να ελαττωθεί από τη χορήγηση νιτρώδους φαρμάκου, αναστολέα υποδοχέων ασβεστίου, ή διουρητικού το βράδυ.
Η αγγειοσυσπαστική στηθάγχη, ή στηθάγχη Prinzmetal είναι σπάνια μορφή στηθάγχης που εμφανίζεται συνήθως απρόβλεπτα σε ηρεμία, ενώ στο ΗΚΓ παρουσιάζεται παροδική ανάσπαση του τμήματος ST στη διάρκεια του πόνου. Οφείλεται σε σπασμό στεφανιαίας αρτηρίας, συχνά σε περιοχή με προϋπάρχουσα αθηρωματική στένωση, αλλά κάποιες φορές και χωρίς να υπάρχει αθηρωματική στένωση.
Πόνος του εμφράγματος μυοκαρδίου: η εντόπιση και τα χαρακτηριστικά του πόνου είναι ίδια με αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω για τη στηθάγχη. Η διαφορά είναι ότι ο πόνος έχει μεγαλύτερη διάρκεια (> από 20 λεπτά). Συχνά και η ένταση του πόνου είναι μεγαλύτερη από την ένταση του στηθαγχικού πόνου. Ο πόνος πολλές φορές παρουσιάζεται αιφνιδίως σε ηρεμία, αλλά μπορεί να εμφανισθεί και στη διάρκεια σωματικής δραστηριότητας. Στη δεύτερη περίπτωση ο πόνος συνεχίζεται παρά τη διακοπή της σωματικής δραστηριότητας. Συχνά συνυπάρχει εφίδρωση, δύσπνοια, ή ναυτία (τάση προς έμετο).

Θωρακικός πόνος της οξείας περικαρδίτιδας:
Εντόπιση: οπισθοστερνικά, στο προκάρδιο, κάποιες φορές στο επιγάστριο και κάποτε ο πόνος από το διαφραγματικό περικάρδιο αντανακλάται στον αριστερό ώμο. Διάρκεια πόνου: σαφώς μεγαλύτερη από τη στηθάγχη (ώρες). Συνήθως επιτείνεται με τις βαθειές αναπνευστικές κινήσεις και την ύπτια θέση, ενώ ανακουφίζεται όταν ο ασθενής είναι καθιστός
και σκύβει μπροστά. Χαρακτήρας του πόνου: συνήθως οξύς πόνος σαν μαχαιριά, εντονώτερος από τον πόνο της στηθάγχης. Συχνά συνοδεύεται από πυρετό και ταχυκαρδία.
Πόνος της οξείας πλευρίτιδας πλάγιος θωρακικός πόνος, συνήθως στην περιοχή κάτω από το μαστό ή στη μασχάλη. Μπορεί να αντανακλά προς το υποχόνδριο ή τον ώμο (σε περίπτωση προσβολής του διαφραγματικού υπεζωκότα) Γίνεται εντονώτερος με τη βαθειά εισπνοή ή το βήχα. Οφείλεται σε ερεθισμό (από φλεγμονή) του περισπλαγχνίου πετάλου του υπεζωκότα. Μπορεί να έχει προηγηθεί πνευμονία, ιογενής λοίμωξη του αναπνευστικού, ή πνευμονική εμβολή. Αντικειμενικά, συνήθως ακούγεται πλευριτικός ήχος τριβής, ήχος που μοιάζει στην ποιότητά του με τον περικαρδιακό ήχο τριβής και ακούγεται εντονώτερα με την ισχυρή πίεση του διαφράγματος του στηθοσκοπίου πάνω στο θωρακικό τοίχωμα. Ακούγεται συνεχής ή διακεκομένος στις δύο φάσεις της αναπνοής. Συχνά, όταν συσσωρευθεί αρκετό υγρό ανάμεσα στα δύο πέταλα του υπεζωκότα, ο ήχος τριβής και ο πόνος εξαφανίζονται.

Ο πόνος του διαχωριστικού ανευρύσματος της αορτής: ξαφνικής έναρξης έντονος και συνεχής πόνος, με εντόπιση συχνότερα οπισθοστερνική και στη ράχη. Μπορεί να συνυπάρχει υπόταση ή υπέρταση, συγκοπή, δύσπνοια (λόγω οξείας καρδιακής ανεπάρκειας οφειλόμενης σε οξεία ανεπάρκεια της αορτικής βαλβίδας), αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, ή ισχαιμία κάτω άκρου.
Πόνος από πνευμονική εμβολή: Αιφνίδιας έναρξης θωρακικό άλγος, που συνήθως συνοδεύεται από δύσπνοια και ταχυκαρδία. Συχνά υπάρχει παράγοντας κινδύνου για εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση των κάτω άκρων, όπως παρατεταμένη ακινητοποίηση, τραυματισμός, εγχείρηση, καρκίνος κλπ.
Πόνος από αυτόματο πνευμοθώρακα: Θωρακικός πόνος έντονος αιφνίδιας έναρξης με δύσπνοια. Ελαττωμένη ένταση αναπνευστικού ψιθυρίσματος στην πάσχουσα πλευρά. Σε πνευμοθώρακα υπό τάση συχνά υπάρχει και υπόταση και διάταση των τραχηλικών φλεβών.
Οισοφαγικός πόνος: Μοιάζει ιδιαίτερα με τη στηθάγχη. Χαρακτηριστικά που βοηθούν στη διάκριση του οισοφαγικού πόνου από τη στηθάγχη, είναι η έλλειψη συσχέτισης ή επιδείνωσης με τη σωματική προσπάθεια, η εμφάνιση μετά από γεύμα, η εμφάνιση σε κατάκλιση ή κατά τον ύπνο, η συνύπαρξη οπισθοστερνικού καυστικού ενοχλήματος, δυσφαγίας, ή αναγωγής τροφής και η ανακούφιση του πόνου με αντιόξινα. Πάντως τα παραπάνω αποτελούν απλώς ενδείξεις και η διάκριση δεν είναι εύκολη, επειδή υπάρχει επικάλυψη σε κάποια χαρακτηριστικά του οισοφαγικού με τον στηθαγχικό πόνο.
Πόνος από σπασμό οισοφάγου: εντόπιση οπισθοστερνική. Ο πόνος μοιάζει πολύ με τη στηθάγχη, αλλά δεν σχετίζεται ούτε επιτείνεται με τη σωματική προσπάθεια, σε αντίθεση με τη στηθάγχη. Μπορεί να παρουσιασθεί κατά την λήψη καυτής ή παγωμένης τροφής, ή αυτόματα. Μπορεί να συνυπάρχουν συμπτώματα γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης (αναγωγή τροφής ή οπισθοστερνική καυστική ενόχληση), ή δυσφαγία. Συχνά ανακουφίζεται ο πόνος αν ο ασθενής πιεί κρύο νερό, ή αντιόξινα. Σπασμό του οισοφάγου μπορούν να προκαλέσουν διάφορες καταστάσεις από τις οποίες συχνότερη είναι η οισοφαγίτιδα (πχ η οφειλόμενη σε γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση). Αφού αποκλεισθεί η στεφανιαία νόσος, η διερεύνηση γίνεται με μανομετρία οισοφάγου, ενδοσκόπηση και ακτινογραφία οισοφάγου μετά κατάποση βαρίου (σε σπασμό οισοφάγου συχνά υπάρχει ακτινολογική εικόνα που δείχνει περιοχές του οισοφάγου με μικρό εύρος σε εναλλαγή με περιοχές με μεγαλύτερο εύρος :κομβολογιοειδής οισοφάγος).
Η αντιμετώπιση γίνεται με φάρμακα που ελαττώνουν την έκκριση οξέος (πχ ρανιτιδίνη, ομεπραζόλη, παντοπραζόλη, κλπ), ανταγωνιστές διαύλων ασβεστίου και ηρεμιστικά.
Η διαφραγματοκήλη μπορεί να προκαλέσει οπισθοστερνικό πόνο, συνήθως μετά από λήψη τροφής. Ο πόνος γίνεται εντονώτερος όταν ο ασθενής ξαπλώσει ή όταν σκύψει προς τα εμπρός. Ο πόνος συνήθως συνοδεύεται από οπισθοστερνικό αίσθημα καύσου και ανακουφίζεται από τη λήψη αντιόξινων. Μπορεί να συνυπάρχουν ερυγές, αναγωγές τροφής, δυσφαγία και σιδηροπενική αναιμία.
Πόνος από πεπτικό έλκος, γαστρίτιδα, χολολιθίαση, ή παγκρεατίτιδα. Συνήθως εντοπίζεται στο επιγάστριο, ενώ συχνά εκτείνεται και στην κατώτερη στερνική περιοχή. Μπορεί να υπάρξει διαγνωστική σύγχυση με πόνο καρδιακής αιτιολογίας. Στην περίπτωση του έλκους, της γαστρίτιδας και της παγκρεατίτιδας συχνά η πίεση στο επιγάστριο επιτείνει τον πόνο, ενώ σε χολοκυστοπάθεια συχνά υπάρχει ευαισθησία στην ψηλάφηση του δεξιού υποχονδρίου.
Πόνος από ρήξη του οισοφάγου: έντονος πόνος στον πρόσθιο θώρακα σε ασθενή με ιστορικό προϋπάρχουσας οισοφαγικής πάθησης (καρκίνος ή ελκωτικές βλάβες του οισοφάγου), ή μετά από επίμονους εμέτους που ακολούθησαν πλούσιο γεύμα ή οινοποσία, ή μετά από τραυματισμό, ή ενδοσκοπική εξέταση.
Πόνος από μεσοθωρακίτιδα (φλεγμονή του μεσοθωρακίου): δυνατός οπισθοστερνικός πόνος που επεκτείνεται στη ράχη και γίνεται εντονώτερος με τις κινήσεις του κορμού. Υπάρχει ευαισθησία στην πίεση του στέρνου και επιδείνωση του πρόσθιου θωρακικού πόνου κατά την πλήξη των ακανθωδών αποφύσεων των θωρακικών σπονδύλων.
Πόνος από το θωρακικό τοίχωμα
Είναι συνήθως σαφώς εντοπισμένος (ενώ ο πόνος καρδιακής αιτιολογίας είναι πιο διάχυτος και ο ασθενής δεν τον εντοπίζει με τόση σαφήνεια) και μονόπλευρος. Η εντόπιση του πόνου πολλές φορές δεν είναι κεντρική. Ο πόνος συχνά επιτείνεται με τις κινήσεις του κορμού και με την τοπική πίεση.
Παροδικά θωρακικά άλγη με άτυπη εντόπιση σε αγχώδη άτομα: Θωρακικό άλγος σχετικά εντοπισμένο, διάρκειας μικρότερης του λεπτού, ή άλγος με εντόπιση στην περιοχή κάτω από το μαστό ή στον πλάγιο θώρακα συνήθως δεν οφείλεται σε στεφανιαία νόσο και δεν αποτελεί στηθαγχική εκδήλωση. Τα άτυπα άλγη που αποδίδονται σε αγχώδη αίτια μπορεί να διαρκούν δευτερόλεπτα, ώρες ή ημέρες και συχνά μεταβάλλεται η θέση του άλγους στο προκάρδιο. Συχνή είναι η περιγραφή του πόνου σαν «τσίμπημα», «σουβλιά» ή «μαχαιριά».


Δημ Α Σιδερής, Πρωτοβάθμια Καρδιολογία, 2η έκδοση, Επιστημονικές Εκδόσεις "Γρ Παρισιάνος" Αθήνα 1998.
Erhardt L,Herlitz J, Bossaert L, et al Task Force Report: Task force on the management of chest pain European Heart Journal (2002) 23, 1153–1176
Conti Richard, Triage of Chest Pain Patients in the Emergency Department Clin. Cardiol. (2010).33, 8, 458–459

Δύσπνοια
Παθολογική αίσθηση έλλειψης αέρα, ή δυσχέρειας κατά την αναπνοή, σε επίπεδο σωματικής προσπάθειας μικρότερο από το αναμενόμενο, ή σε ηρεμία.
Γενικά οι πιο συχνές αιτίες δύσπνοιας είναι το άσθμα και η  χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), η πνευμονία, η αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια και η ισχαιμία του μυοκαρδίου. Συχνό, μη παθολογικό αίτιο δύσπνοιας κατά τη σωματική προσπάθεια είναι και η κακή φυσική κατάσταση, πχ σε παχύσαρκα άτομα με καθιστικό τρόπο ζωής.
Τα επεισόδια νυκτερινής δύσπνοιας θέτουν την υποψία αριστερής καρδιακής ανεπάρκειας, επομένως χρειάζεται καρδιολογικός έλεγχος. Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει παροξυσμική νυκτερινή δύσπνοια με ορθόπνοια, δηλ ο ασθενής αφυπνίζεται από αίσθημα δύσπνοιας, το οποίο ανακουφίζεται όταν λάβει καθιστή ή όρθια θέση. Όμως επεισόδια νυκτερινής δύσπνοιας μπορούν να παρουσιασθούν μερικές φορές και σε ασθενείς με βρογχικό άσθμα, ή χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ). Νυκτερινός βήχας μπορεί να παρουσιασθεί σε ΧΑΠ, άσθμα, αλλά και σε αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια (ξηρός νυκτερινός βήχας, που σε κάποιες περιπτώσεις είναι πρόδρομο σημείο επερχόμενης παροξυσμικής νυκτερινής δύσπνοιας). Η πιο συχνή αιτία δύσπνοιας σε ασθενείς με χρόνια καρδιακή ή αναπνευστική νόσο, είναι η επιδείνωση της ήδη υφιστάμενης καρδιακής ή αναπνευστικής νόσου, λόγω εξέλιξης της νόσου ή επίδρασης διάφορων εκλυτικών παραγόντων. Υπάρχει όμως και η πιθανότητα η δύσπνοια να μην οφείλεται σε έξαρση της προϋπάρχουσας νόσου, αλλά στην εμφάνιση νέας διαφορετικής νόσου (πχ ένας ασθενής με αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια που παθαίνει μία πνευμονία, ή ένας ασθενής με ΧΑΠ που παθαίνει ένα έμφραγμα μυοκαρδίου).
Αίτια οξείας δύσπνοιας, που εκδηλώνεται εντός λεπτών: πνευμονική εμβολή, οξύ έμφραγμα, οξύ πνευμονικό οίδημα, πνευμοθώρακας (μετά από τραυματισμό, ή αυτόματος σε άτομα με ΧΑΠ και κάποτε σε ψηλά λεπτόσωμα άτομα), οξεία τοξική επίδραση εισπνεόμενων ουσιών (πχ εισπνοή χλωρίνης), αγχώδης διαταραχή (δεν πρόκειται για πραγματική παθολογική δύσπνοια, όμως ο πάσχων αναφέρει αίσθημα δύσπνοιας και εμφανίζει υπέρπνοια, με συχνά συνυπάρχουσα αιμωδία περιστοματική ή των άκρων, ανησυχία, υπερκινητικότητα και φυσιολογικά ευρήματα στην οξυμετρία δακτύλου και στην αντικειμενική εξέταση.), διαφραγματική παράλυση από τραυματισμό του φρενικού νεύρου.
Αίτια υποξείας δύσπνοιας (εμφανίζεται πιο σταδιακά μέσα σε ώρες ή ημέρες):
Πνευμονία (συνήθως συνυπάρχει πυρετός, παραγωγικός βήχας και μπορεί να συνυπάρχει θωρακικός πόνος πλευριτικού τύπου, δηλ επιδεινούμενος με την εισπνοή και το βήχα).
Έξαρση ΧΑΠ (συνυπάρχει βήχας παραγωγικός ή μη και χρήση των επικουρικών αναπνευστικών μυών).
Πλευριτική συλλογή υγρού (συχνά συνυπάρχει πόνος πλευριτικού τύπου. Στην αντικειμενική εξέταση στην περιοχή της συλλογής διαπιστώνεται μειωμένη ένταση αναπνευστικού ψιθυρίσματος και αμβλύτητα κατά την επίκρουση )
Στηθάγχη-στεφανιαίο επεισόδιο (μπορεί σε μερικούς ασθενείς να εκδηλώνεται με δύσπνοια, συχνά συνυπάρχει αίσθημα οπισθοστερνικής πίεσης ή ενόχληση οπισθοστερνική συσφιγκτικού τύπου που μπορεί να αντανακλά στο λαιμό, την κάτω γνάθο, στο αριστερό άνω άκρο ή το επιγάστριο. Η ενόχληση συνήθως προκαλείται ή επιδεινώνεται με τη σωματική άσκηση και παρουσιάζεται συνήθως σε ασθενείς που έχουν παράγοντες κινδύνου για στεφανιαία νόσο)
Περικαρδιακή συλλογή (ιδίως σε ασθενείς με περικαρδίτιδα, καρκίνο, αυτοάνοσα νοσήματα όπως ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος). Στην αντικειμενική εξέταση διαπιστώνεται ελάττωση της έντασης των καρδιακών τόνων, ενώ μπορεί να υπάρχει και παράδοξος σφυγμός.
Αίτια χρονίας δύσπνοιας: (που εμφανίζεται σταδιακά εντός διαστήματος μηνών ή ετών):
ΧΑΠ (συχνότερα σε βαρείς καπνιστές)
Περιοριστική πνευμονοπάθεια (προοδευτική δύσπνοια, σε ασθενείς με επαγγελματική έκθεση σε ουσίες ή σκόνες που είναι βλαπτικές για τους πνεύμονες, ή σε ασθενείς με νευρολογικά νοσήματα).
Διάμεση πνευμονοπάθεια (συνήθως υπάρχουν λεπτοί υγροί ρόγχοι αμφοτεροπλεύρως στην ακρόαση των πνευμόνων)
Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια: προκαλεί δύσπνοια προσπαθείας (exertional dyspnea), ή παροξυσμική νυκτερινή δύσπνοια με ορθόπνοια, μπορεί να υπάρχει γνωστό ιστορικό καρδιακής νόσου, στην αντικειμενική εξέταση συχνά τρίτος καρδιακός τόνος, υγροί ρόγχοι στις βάσεις των πνευμόνων και σημεία κατακράτησης υγρών, όπως το οίδημα και η διάταση των σφαγιτίδων φλεβών στο λαιμό)
Στεφανιαία νόσος (μπορεί να εκδηλώνεται κάποιες φορές με τη μορφή της δύσπνοιας προσπαθείας, συνήθως υπάρχει και συσφιγκτικό οπισθοστερνικό ενόχλημα κατά τη σωματική προσπάθεια, που μπορεί να αντανακλά στο λαιμό, την κάτω γνάθο, το αριστερό άνω άκρο, ή το επιγάστριο).
Αναιμία: μπορεί να προκαλέσει δύσπνοια προσπαθείας. Σε σοβαρή αναιμία μπορεί να υπάρχει δύσπνοια και σε ηρεμία. Υπάρχει ωχρότητα, φυσιολογική εξέταση των πνευμόνων και φυσιολογικός κορεσμός της αιμοσφαιρίνης σε οξυγόνο, όπως διαπιστώνεται με το οξύμετρο δακτύλου.

Εύκολη κόπωση-καταβολή
Παρατηρείται σε διάφορες παθήσεις, οι οποίες δεν είναι καρδιολογικές, όπως αναιμία, κακοήθεις νεοπλασίες, χρόνιες λοιμώξεις, χρονία νεφρική ανεπάρκεια, χρόνια ηπατοπάθεια, αυτοάνοσες παθήσεις, κλπ. Από τα καρδιολογικά αίτια αναφέρονται παθήσεις που προκαλούν αριστερή ή δεξιά καρδιακή ανεπάρκεια και προκαλούν εύκολη κόπωση με τον εξής μηχανισμό: Προκαλούν μείωση της καρδιακής παροχής και αγγειοσύσπαση με αποτέλεσμα την ελάττωση της τροφοδοσίας των μυών με αίμα και οξυγόνο.

Αίσθημα προκαρδίων παλμών
Αίσθημα υποκειμενικής αντίληψης της καρδιακής λειτουργίας σε περιπτώσεις αυξημένης καρδιακής συχνότητας ή αυξημένης έντασης της καρδιακής συστολής. Παρατηρείται σε φυσιολογικά άτομα σε συνθήκες διέγερσης του συμπαθητικού νευρικού συστήματος (συμπαθητικοτονία), όπως σε σωματική άσκηση ή ψυχική ένταση, αλλά και σε περιπτώσεις αρρυθμιών, όπως εκτακτοσυστολική αρρυθμία, κολπική μαρμαρυγή ή πτερυγισμό, παροξυσμική υπερκοιλιακή ταχυκαρδία (όπου χαρακτηριστικά οι παλμοί είναι ρυθμικοί, ταχείς, με αιφνίδια έναρξη και διακοπή), κοιλιακή ταχυκαρδία. Η παρουσία αισθήματος παλμών θέτει συχνά την υποψία αρρυθμίας, αλλά η απουσία αυτού του συμπτώματος δεν αποκλείει την αρρυθμία.

Συγκοπή
Αιφνίδια (ξαφνική) απώλεια των αισθήσεων που ακολουθείται από αυτόματη ανάνηψη.
Η προσυγκοπή είναι αίσθημα επικείμενης λιποθυμίας χωρίς απώλεια των αισθήσεων. Τα αίτιά της είναι τα ίδια με αυτά της συγκοπής. Η συγκοπή και η προσυγκοπή οφείλονται σε αίτια που προκαλούν παροδικά ανεπαρκή ροή αίματος προς τον εγκέφαλο. Η επιληπτική κρίση παρά το γεγονός ότι προκαλεί παροδική απώλεια των αισθήσεων δεν θεωρείται συγκοπή, αλλά οφείλουμε να την σκεπτόμαστε στη διαφορική διάγνωση ενός επεισοδίου παροδικής απώλειας αισθήσεων. Η ελαττωμένη αιμάτωση του εγκεφάλου συνήθως οφείλεται σε ελαττωμένη καρδιακή παροχή, η οποία μπορεί να προκληθεί από: 1) καταστάσεις που προκαλούν απόφραξη στη ροή, όπως αορτική στένωση, στένωση μιτροειδούς, στένωση πνευμονικής, τετραλογία του Fallot, θρόμβωση προσθετικής βαλβίδας, υπερτροφική αποφρακτική μυοκαρδιοπάθεια, καρδιακός όγκος (συνήθως υπάρχει καρδιακό φύσημα και η διάγνωση γίνεται υπερηχογραφικώς). Ειδικά στην περίπτωση καρδιακού όγκου όπως το μύξωμα η συγκοπή μπορεί να συμβαίνει σε ορισμένη θέση. 2) συστολική δυσλειτουργία της αριστερής ή και της δεξιάς κοιλίας όπως σε οξύ έμφραγμα, μυοκαρδίτιδα, διατατική μυοκαρδιοπάθεια, πνευμονική εμβολή (η οποία μπορεί να προκαλέσει οξεία επιβάρυνση στη λειτουργία της δεξιάς κοιλίας λόγω αυξημένου μεταφορτίου αυτής) 3) διαστολική δυσλειτουργία, δηλαδή δυσχέρεια στην πλήρωση των κοιλιών κατά τη διαστολή, όπως σε επιπωματισμό, συμπιεστική περικαρδίτιδα, ή περιοριστική μυοκαρδιοπάθεια. 4) αρρυθμίες που προκαλούν πολύ βραδεία ή πολύ ταχεία καρδιακή συχνότητα (μικρότερη από 35/λεπτό ή μεγαλύτερη από 160/λεπτό), όπως βραδυαρρυθμίες οφειλόμενες σε νόσο φλεβοκόμβου, φάρμακα, ή υψηλού βαθμού κολποκοιλικακό αποκλεισμό, ή ταχυαρρυθμίες υπερκοιλιακές ή κοιλιακές σε ασθενείς με ή χωρίς οργανική καρδιακή νόσο. Η αρρυθμιολογική συγκοπή μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε θέση του σώματος (όρθια, καθιστή ή ύπτια) και επέρχεται χωρίς προειδοποιητικά συμπτώματα. 5) καταστάσεις που ελαττώνουν τη φλεβική επιστροφή αίματος προς την καρδιά, όπως η ελάττωση του ενδοαγγειακού όγκου αίματος (αιμορραγία, αφυδάτωση) και η αύξηση του τόνου του παρασυμπαθητικού με ελάττωση του τόνου του συμπαθητικού νευρικού συστήματος ( αυτό συμβαίνει σε νευροκαρδιογενή ή βαγοτονική συγκοπή, αλλά και από επίδραση φαρμάκων ή σύνδρομο ευερέθιστου καρωτιδικού κόλπου- στην τελευταία περίπτωση η συγκοπή μπορεί να οφείλεται σε βραδυκαρδία, αγγειοδιαστολή ή και τα δύο- και σε ορθοστατική υπόταση, όπου οι φυσιολογικοί μηχανισμοί διατήρησης της πίεσης στην όρθια στάση (άνοδος της καρδιακής συχνότητας και αγγειοσύσπαση) αποτυγχάνουν να αντιρροπήσουν την ελάττωση της αρτηριακής πίεσης που προκαλείται από την παροδική ελάττωση της φλεβικής επιστροφής κατά τη λήψη της όρθιας στάσης.

Οίδημα
Η διόγκωση των μαλακών μορίων λόγω αυξημένου ποσού διάμεσου (μεσοκυττάριου) υγρού. Κυρίως πρόκειται για συσσώρευση νερού, αλλά σε περιπτώσεις φλεγμονής ή λεμφικής απόφραξης μπορεί να υπάρχει και υψηλή περιεκτικότητα του υγρού σε λεύκωμα ή κύτταρα. Το οίδημα μπορεί να είναι γενικευμένο, δηλ να πρόκειται για γενικευμένη κατακράτηση υγρών που δεν εντοπίζεται μόνο σε μία συγκεκριμένη περιοχή του σώματος, ή εντοπισμένο, δηλ μόνο σε μία συγκεκριμένη περιοχή του σώματος (πχ σε ένα άκρο ή σε τμήμα ενός άκρου). Το γενικευμένο οίδημα που οφείλεται σε κατακράτηση υγρών συχνά βρίσκεται στις κατώτερες περιοχές του σώματος λόγω της βαρύτητας. Επομένως, σε περιπατητικούς ασθενείς εντοπίζεται στα κάτω άκρα ενώ σε κατακεκλιμένους στην ιεροκοκκυγική χώρα, στους γλουτούς, τους μηρούς και τα γεννητικά όργανα. Το οίδημα οφείλεται σε αυξημένη μετακίνηση υγρού από τα τριχοειδή αγγεία προς το μεσοκυττάριο χώρο ή σε ελαττωμένη μετακίνηση υγρού από το μεσοκυττάριο χώρο προς τα τριχοειδή ή τα λεμφαγγεία. Το γενικευμένο οίδημα προκαλείται από καρδιακή ανεπάρκεια, ηπατική ανεπάρκεια ή νεφρικές διαταραχές (ιδιαίτερα το νεφρωσικό σύνδρομο). Το εντοπισμένο οίδημα προκαλείται από φλεβική απόφραξη (από εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση και σπανιότερα από πίεση φλέβας από όγκο), χρόνια φλεβική ανεπάρκεια των κάτω άκρων (η οποία μπορεί να αφορά στο ένα ή και στα δύο άκρα), λοίμωξη, αγγειοοίδημα, ή λεμφική απόφραξη. 


Αντικειμενική εξέταση

Επισκόπηση του ασθενή:
Από τη γενική επισκόπηση του ασθενούς ελέγχουμε για την ύπαρξη ταχύπνοιας η οποία είναι ένδειξη αναπνευστικής δυσχέρειας από αναπνευστικά αίτια (πχ απόφραξη ανωτέρων αεροφόρων οδών, κρίση βρογχικού άσθματος, παρόξυνση ΧΑΠ, πνευμονία, πνευμοθώρακας, πνευμονική εμβολή), ή καρδιακή αιτία (οξεία αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια) ή άγχος.
 Κατά την επισκόπηση των άκρων γίνεται έλεγχος για περιφερική κυάνωση (που αποτελεί ένδειξη ελαττωμένης καρδιακής παροχής, πχ σε καρδιακή ανεπάρκεια) και για πληκτροδακτυλία. 
Επίσης από την επισκόπηση διαπιστώνεται αν υπάρχουν ουλές παλαιότερων χειρουργικών επεμβάσεων. Από την επισκόπηση του προσώπου ελέγχουμε για κεντρική κυάνωση (στα χείλη και το βλεννογόνο του στόματος), η οποία αποτελεί ένδειξη χαμηλού κορεσμού της αιμοσφαιρίνης σε οξυγόνο λόγω αναπνευστικής πάθησης (πχ εμφύσημα, πνευμονική εμβολή, βαριά πνευμονία) ή καρδιακής πάθησης (οξύ πνευμονικό οίδημα, κυανωτική συγγενής καρδιοπάθεια με ύπαρξη διαφυγής αίματος με κατεύθυνση από τις δεξιές καρδιακές κοιλότητες προς τις αριστερές, σύνδρομο Eisenmenger). To σύνδρομο Eisenmenger οφείλεται σε αναστροφή της ροής παθολογικής επικοινωνίας μεταξύ των αριστερών και των δεξιών καρδιακών κοιλοτήτων, με κατεύθυνση από τα δεξιά προς τα αριστερά, εξαιτίας σοβαρής πνευμονικής υπέρτασης.
 Η κυανέρυθρη χροιά στις παρειές θέτει υποψία παθήσεως της μιτροειδούς βαλβίδας (μιτροειδικό προσωπείο).
Η ωχρότητα του δέρματος παρατηρείται φυσιολογικά κατά την έκθεση σε ψύχος (λόγω αγγειοσύσπασης) και σε παθολογικές καταστάσεις όπως αναιμία (λόγω της μικρότερης ποσότητας της κυκλοφορούσας αιμοσφαιρίνης), ή καταστάσεις που προκαλούν υπόταση ή χαμηλή καρδιακή παροχή. Συχνές αιτίες υπότασης είναι η παροδική υπόταση και ωχρότητα που παρατηρείται σε συγκοπτικές κρίσεις (πχ νευροκαρδιογενής συγκοπή) ή σε προσυγκοπτικό επεισόδιο), η αφυδάτωση (πχ διάρροιες, έμετοι, κλπ), η ορθοστατική υπόταση (πχ από επίδραση φαρμάκων, αφυδάτωση, ή δυσλειτουργία του αυτόνομου νευρικού συστήματος σε διαβητική νευροπάθεια),  η αιμορραγία (πχ αιμορραγία ανώτερου ή κατώτερου πεπτικού συστήματος) και η οξεία αναφυλακτική (αλλεργική) αντίδραση. 
Αιτίες χαμηλής καρδιακής παροχής εκτός από τις περιπτώσεις ελαττωμένου όγκου αίματος (αφυδάτωση, αιμορραγία) είναι και οι βαριές καρδιοπάθειες (πχ βαριά καρδιακή ανεπάρκεια λόγω συστολικής δυσλειτουργίας της αριστερής κοιλίας, ή σοβαρή βαλβιδοπάθεια). Όταν υπάρχει ελαττωμένη καρδιακή παροχή, εκτός από την ωχρότητα παρατηρείται και ψυχρότητα του δέρματος. Ωχρότητα με εφίδρωση (δέρμα ωχρό υγρό και ψυχρό) μπορεί να εμφανισθεί σε οξύ στεφανιαίο σύνδρομο, οξεία καρδιακή ανεπάρκεια, κυκλοφορική καταπληξία (σόκ), φαιοχρωμοκύττωμα (λόγω υπερέκκρισης κατεχολαμινών),αλλά και παροδικά σε νευροκαρδιογενή συγκοπή, ή ορθοστατική υπόταση.
Γενικά το δέρμα είναι ψυχρό, ωχρό και υγρό όταν υπάρχει ταχεία ελάττωση της καρδιακής παροχής με διέγερση του συμπαθητικού νευρικού συστήματος, η οποία προκαλεί αγγειοσύσπαση και εφίδρωση. Η νεύρωση των ιδρωτοποιών αδένων γίνεται από το συμπαθητικό νευρικό σύστημα, αλλά ειδικά σε εκείνη την περιοχή οι συμπαθητικές νευρικές απολήξεις είναι χολινεργικές (εκκρίνουν δηλ το νευρομεταβιβαστή ακετυλοχολίνη) σε αντίθεση με τις απολήξεις του συμπαθητικού στα λοιπά όργανα,  που είναι αδρενεργικές.
 Η κατάσταση του δέρματος (χρώμα, θερμοκρασία) είναι από τις καλύτερες ενδείξεις που παρέχει η αντικειμενική εξέταση, για την εξαγωγή κάποιων αδρών συμπερασμάτων για την καρδιακή παροχή. Άλλα ευρήματα της αντικειμενικής εξέτασης, παρά το γεγονός ότι είναι πολύ σημαντικά, πολλές φορές είναι λιγότερο αξιόπιστα ειδικά για το θέμα της αδρής εκτίμησης της καρδιακής παροχής συγκρινόμενα με την κατάσταση του δέρματος. Έτσι η χαμηλή αρτηριακή πίεση άλλοτε αποτελεί ένδειξη χαμηλής καρδιακής παροχής (πχ σε αφυδάτωση, αιμορραγία, καρδιογενή καταπληξία), άλλοτε όμως οφείλεται σε μείωση των αγγειακών αντιστάσεων (αγγειοδιαστολή, πχ σε αναφυλακτικό σόκ, σηπτικό σόκ, λιποθυμία, αυξημένη δόση αγγειοδιασταλτικού φαρμάκου, όπως αναστολείς διαύλων ασβεστίου, α-ΜΕΑ, αναστολείς α-υποδοχέων του συμπαθητικού, νιτρώδη), χωρίς να υπάρχει ελάττωση της καρδιακής παροχής. Επίσης, σε μία κατάσταση με χαμηλή καρδιακή παροχή η αρτηριακή πίεση μπορεί να διατηρείται φυσιολογική, ή σχεδόν φυσιολογική, αν υπάρχει υπέρμετρη αγγειοσύσπαση λόγω έντονης διέγερσης του συμπαθητικού νευρικού συστήματος. Υπενθυμίζεται ότι η αρτηριακή πίεση αποτελεί το γινόμενο της καρδιακής παροχής επί τις συστηματικές αγγειακές αντιστάσεις, ενώ η καρδιακή παροχή είναι το γινόμενο του όγκου παλμού (του όγκου αίματος που εξωθεί στην κυκλοφορία η αριστερή κοιλία στην κάθε καρδιακή συστολή) επί την καρδιακή συχνότητα.
Η γενικευμένη ωχρότητα του δέρματος οφείλεται σε χαμηλή καρδιακή παροχή και αντιδραστική αγγειοσύσπαση των αγγείων του δέρματος προκειμένου να ευνοείται η αιμάτωση των ζωτικών οργάνων (εγκέφαλος, καρδιά, νεφροί), ή οφείλεται σε αναιμία.
Η τοπική ωχρότητα ενός μέλους μπορεί να οφείλεται σε σπασμό των αρτηριών και των αρτηριδίων (αντίδραση φυσιολογική σε μεγάλο ψύχος και παθολογική στα χέρια σε ήπιο ψύχος όταν υπάρχει φαινόμενο Raynaud). Επίσης η εντοπισμένη ωχρότητα μποτεί να οφείλεται σε απόφραξη μιας αρτηρίας λόγω αθηρωμάτωσης , ή αποφρακτικής θρομβαγγειίτιδας, εμβολής, ή θρόμβωσης επί εδάφους προϋπάρχουσας αθηρωματικής πλάκας.
Αντίστοιχα η ερυθρότητα του δέρματος αποδίδεται σε αγγειοδιαστολή ή ερυθροκυττάρωση  (αύξηση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων , του αιματοκρίτη και της αιμοσφαιρίνης, όπως σε γνήσια-πρωτοπαθή- πολυερυθραιμία, ή δευτεροπαθή πολυερυθραιμία ως συνέπεια χρόνιας υποξίας). Πολυερυθραιμία δευτεροπαθής ως συνέπεια υποξυγοναιμίας οφείλεται σε αυξημένη έκκριση της ορμόνης ερυθροποιητίνης και παρατηρείται σε άτομα που ζουν σε υψηλό υψόμετρο (λόγω χαμηλότερης περιεκτικότητας του αέρα σε οξυγόνο), σε άτομα με χρόνια αναπνευστική νόσο ή βαρείς καπνιστές και σε ασθενείς με συγγενείς κυανωτικές καρδιοπάθειες.  Γενικευμένη ερυθρότητα του δέρματος, όταν δεν οφείλεται σε πολυερυθραιμία είναι αποτέλεσμα αγγειοδιαστολής (όπως συμβαίνει σε υψηλή θερμοκρασία, οπότε το δέρμα είναι ερυθρό και υγρό) ή αυξημένης καρδιακής παροχής (θυρεοτοξίκωση δηλ αυξημένα επίπεδα θυρεοειδικών ορμονών, κύηση). Εντοπισμένη ερυθρότητα παρατηρείται σε φλεγμονές του δέρματος όπως ηλιακό έγκαυμα ή ερυσίπελας.

Σφυγμός: 
Η ψηλάφηση των καρωτίδων, ή των κερκιδικών και των βραχιονίων αρτηριών δίνει πληροφορίες για τον καρδιακό ρυθμό και την καρδιακή συχνότητα. (Σημείωση: ποτέ δεν ψηλαφούμε ταυτόχρονα και τις δύο καρωτίδες!). Σε περίπτωση που υπάρχουν ενδείξεις αρρυθμίας είτε από την περιγραφή των συμπτωμάτων (πχ αίσθημα παλμών) είτε από την ψηλάφηση του σφυγμού, η ακρόαση της καρδιάς (και ασφαλώς το ΗΚΓ) δίνουν καλύτερες πληροφορίες, επειδή κατά τη διάρκεια αρρυθμιών κάποιοι καρδιακοί παλμοί μπορεί να είναι ασθενείς και να μην είναι ψηλαφητοί, ενώ είναι αντιληπτοί με την ακρόαση και το ΗΚΓ.
Για τους ενηλίκους τα φυσιολογικά όρια της καρδιακής συχνότητας σε ηρεμία είναι 55-90 παλμοί/λεπτό. Για τα παιδιά τα φυσιολογικά όρια της καρδιακής συχνότητας σε ηρεμία εξαρτώνται από την ηλικία (μεγαλύτερη καρδιακή συχνότητα σε μικρότερη ηλικία).
Παρακάτω αναφέρονται τα φυσιολογικά όρια (παλμοί/λεπτό) με βάση την ηλικία:
Πρόωρο νεογνό: 120-170
0-3 μηνών: 100-150
3-6 μηνών 90-120
6-12 μηνών 80-120
1-3 ετών 70-110
3-6 ετών 65-110
6-12 ετών 60-95
>12 ετών 55-85

Ο φυσιολογικός σφυγμός έχει ένα ταχέως ανερχόμενο σκέλος, στη συνέχεια το σφυγμικό κύμα καταλήγει σε θολωτή κορυφή και μετά υποχωρεί, χωρίς να γίνονται αντιληπτά άλλα στοιχεία.
Δίκροτος σφυγμός  Στο τέλος του σφυγμού γίνεται αισθητό ένα δεύτερο σφυγμικό κύμα. Αυτό μπορεί να παρατηρηθεί σε πυρετό, ψυχική αναστάτωση,ή μετά από σωματική κόπωση.
Έντονες σφύξεις των καρωτίδων (μεγάλος- ισχυρός σφυγμός) παρατηρούνται σε υπέρταση (ιδιαίτερα συστολική με αυξημένη διαφορική πίεση) και σε κατάστάσεις με αυξημένο όγκο παλμού και υπερκινητική κυκλοφορία όπως ανεπάρκεια αορτικής βαλβίδας (αλλόμενος σφυγμός- περιγράφεται παρακάτω) παραμονή ανοικτού αρτηριακού πόρου, υπερθυρεοειδισμό, πυρετό, αναιμία και σε φυσιολογικά άτομα μετά σωματική κόπωση ή σε έντονη ανησυχία.
Ο αλλόμενος σφυγμός του Corrigan που χαρακτηρίζεται από αυξημένο μέγεθος και απότομη άνοδο και κάθοδο, παρατηρείται σε ανεπάρκεια της αορτικής βαλβίδας.
Μικρός ή ασθενής ή χαμηλού εύρους σφυγμός  Παρατηρείται σε καταστάσεις με ελαττωμένο όγκο παλμού της αριστερής κοιλίας, μικρή διαφορική αρτηριακή πίεση και αυξημένες περιφερικές αντιστάσεις. Χαρακτηριστικές αιτίες είναι η καρδιακή ανεπάρκεια, η συμπιεστική περικαρδίτιδα, η σοβαρή στένωση της αορτικής βαλβίδας (εδώ ο σφυγμός είναι σχετικά μικρός, με βραδεία άνοδο, παρά τον συνήθως φυσιολογικό όγκο παλμού) και η υποογκαιμία.
Ασθενής (μικρός) σφυγμός μπορεί να παρατηρηθεί και σε αθηρωματική στένωση της καρωτίδας μονοπλεύρως ή αμφοτεροπλεύρως. Συχνά συνοδεύεται τότε από συστολικό φύσημα, στο λαιμό πάνω από τη στενωμένη καρωτίδα.
Ο ανάκροτος σφυγμός (χαμηλού εύρους με βραδεία άνοδο) παρατηρείται σε σοβαρή στένωση αορτικής βαλβίδας. Κατά τη φάση ανόδου μπορεί να ψηλαφάται και συστολικός ροίζος.
Δικόρυφος σφυγμός (bifid pulse), στον οποίο ψηλαφώνται δύο κύματα κατά τη συστολική περίοδο, με ταχεία άνοδο, παρατηρείται σε υπερτροφική αποφρακτική μυοκαρδιοπάθεια, ενώ δικόρυφος με βραδεία ή κανονική άνοδο σε συνδυασμένη στένωση και ανεπάρκεια αορτικής βαλβίδας
Εναλλασσόμενος σφυγμός Συνεχής εναλλαγή ενός μεγάλου και ενός μικρού σφυγμικού κύματος. Αποτελεί σημείο καρδιακής ανεπάρκειας.
Στις περιφερικές αρτηρίες το σφυγμικό κύμα φθάνει αργότερα από ότι στις καρωτίδες και έχει ταχύτερη φάση ανόδου. Φυσιολογικά το σφυγμικό κύμα είναι ταυτόχρονο στην κερκιδική και τη μηριαία αρτηρία. Αυτό δεν συμβαίνει σε στένωση του ισθμού της αορτής, όπου ο σφυγμός της μηριαίας είναι μικρότερος (ασθενέστερος) και γίνεται αισθητός μετά από το σφυγμό της κερκιδικής.
Δίδυμος σφυγμός υπάρχει συνεχής εναλλαγή ενός μεγάλου και ενός μικρού σφυγμικού κύματος, στην οποία το μικρό σφυγμικό κύμα ακολουθεί το μεγάλο σε μικρή χρονική απόσταση, ενώ το επόμενο μεγάλο σφυγμικό κύμα ακολουθεί το μικρό μετά από σχετικά μεγάλη χρονική απόσταση. Παρατηρείται σε διδυμία, δηλ όταν κάθε κανονική συστολή ακολουθείται από μία έκτακτη.
Παράδοξος σφυγμός : Φυσιολογικά κατά την εισπνοή ελαττώνεται ελαφρώς το μέγεθος του σφυγμού και η συστολική πίεση (αλλά η μεταβολή της πίεσης είναι <10 mmHg). Αυτό συμβαίνει επειδή στην εισπνοή υπάρχει αύξηση του όγκου της θωρακικής κοιλότητας με ελάττωση της ενδοθωρακικής πίεσης και αυξημένο όγκο των πνευμόνων. Αυτά προκαλούν αύξηση του όγκου αίματος εντός των πνευμόνων και ελάττωση της επιστροφής αίματος μέσω των πνευμονικών φλεβών προς τις αριστερές καρδιακές κοιλότητες. Όταν αυτό το φαινόμενο, δηλ η ελάττωση του μεγέθους του σφυγμού και στης συστολικής πίεσης κατά την εισπνοή είναι εντονώτερο από το φυσιολογικό ( μείωση της συστολικής πίεσης στην εισπνοή > 10 mmHg) ο σφυγμός ονομάζεται παράδοξος. Ο παράδοξος σφυγμός παρατηρείται κυρίως σε επιπωματισμό (από συμπίεση της καρδιάς από ικανού μεγέθους περικαρδιακή συλλογή υγρού). Μπορεί επίσης να υπάρχει σε συμπιεστική περικαρδίτιδα, βρογχικό άσθμα, ή πνευμονικό εμφύσημα.

Σφαγίτιδες φλέβες:
Το ύψος των σφαγίτιδων φλεβών και οι παλμοί της έσω σφαγίτιδας αντανακλούν την πίεση του δεξιού κόλπου και δίνουν τη δυνατότητα να συμπεράνει κανείς αδρά, αν αυτή είναι αυξημένη.
Η επισκόπηση των σφαγιτιδικών φλεβικών παλμών (jugular venous pulsations) γίνεται καλύτερα στη δεξιά πλευρά του λαιμού, επειδή η δεξιά έσω σφαγίτιδα βρίσκεται σε ευθεία γραμμή με την άνω κοίλη φλέβα. Ο ασθενής είναι καθισμένος, με το κεφάλι , τον τράχηλο και τον κορμό στην ίδια ευθεία, η οποία σχηματίζει με το οριζόντιο επίπεδο τέτοια γωνία, ώστε οι παλμοί της έσω σφαγίτιδας φλέβας (δηλαδή τα κύματα του σφαγιτιδικού σφυγμού) να είναι ορατοί: Συνήθως γωνία 45 μοιρών, αλλά μπορεί να χρειασθεί μεγαλύτερη γωνία σε περιπτώσεις αυξημένης κεντρικής φλεβικής πίεσης  και μικρότερη σε περιπτώσεις ελαττωμένης. Οι σφύξεις της έσω σφαγίτιδας φλέβας διακρίνονται στην περιοχή μεταξύ των δύο κεφαλών του στερνοκλειδομαστοειδούς μυός. Επίσης διακρίνεται η έξω σφαγίτιδα. Το ύψος της σφαγιτιδικής στήλης διακρίνεται τόσο από το ανώτερο σημείο στο οποίο φαίνονται οι σφύξεις της έσω σφαγίτιδας, όσο και από το ανώτερο σημείο στο οποίο είναι ορατή η έξω σφαγίτιδα. Φυσιολογικά το ύψος της σφαγιτιδικής στήλης είναι ≤ 3 cm μετρούμενο ως κάθετη απόσταση από τη γωνία του στέρνου (αυτό αντιστοιχεί σε κεντρική φλεβική πίεση ≤ 8 cm στήλης ύδατος).
 Αύξηση του ύψους της σφαγιτιδικής στήλης συμβαίνει όταν υπάρχει αύξηση της κεντρικής φλεβικής πίεσης και επομένως της πίεσης του δεξιού κόλπου. Αυτό μπορεί συνήθως συμβαίνει σε δεξιά καρδιακή ανεπάρκεια οποιασδήποτε αιτιολογίας (πχ εξαιτίας ανεπάρκειας της αριστερής κοιλίας, πνευμονικής αρτηριακής υπέρτασης, χρόνιας αναπνευστικής νόσου ή εμφράγματος της δεξιάς κοιλίας), σε στένωση τριγλώχινας, σε σοβαρή ανεπάρκεια τριγλώχινας, σε συμπιεστική περικαρδίτιδα, σε περιοριστική μυοκαρδιοπάθεια, σε περικαρδιακό επιπωματισμό, ή σε υπερφόρτιση με ενδοφλέβια υγρά (υπερογκαιμία). Επίσης διάταση των σφαγιτίδων συμβαίνει και όταν υπάρχει συμπίεση της άνω κοίλης φλέβας από όγκο (σύνδρομο άνω κοίλης), αλλά τότε δεν διακρίνονται τα κύματα του σφαγιτιδικού σφυγμού.
Τα κύματα του σφαγιτιδικού φλεβικού σφυγμού: 
Το κύμα α, είναι θετικό κύμα (δηλαδή κύμα που αντιστοιχεί σε χρονική φάση αύξησης της σφαγιτιδικής πίεσης με σφύξη της σφαγίτιδας προς τα έξω), συμβαίνει κατά τη συστολή των κόλπων και κατά την ταυτόχρονη ακρόαση της καρδιάς, χρονικά είναι πολύ κοντά στον 1ο καρδιακό τόνο (αμέσως πριν από αυτόν). 
Το κύμα x είναι αρνητικό κύμα (κίνηση προς τα μέσα στην επισκόπηση) και οφείλεται στην πτώση της κεντρικής φλεβικής πίεσης κατά την αρχή της συστολής, λόγω της χάλασης (χαλάρωσης) του δεξιού κόλπου και της μετακίνησης του εδάφους του προς τα κάτω, εξαιτίας της συστολής της δεξιάς κοιλίας. 
Το κύμα x στην αρχή του διακόπτεται από μικρό θετικό κύμα (που δεν είναι εμφανές κατά την επισκόπηση, αλλά μόνο κατά την καταγραφή της καμπύλης της κεντρικής φλεβικής πίεσης με καθετηριασμό),  που λέγεται κύμα c, ενώ η συνέχεια του x μετά το κύμα c λέγεται x΄.To κύμα c οφείλεται σε μικρή δόνηση που προκαλεί στη στήλη του αίματος η σύγκλειση της τριγλώχινας.
Ακολουθεί το θετικό κύμα v που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο τμήμα της καρδιακής συστολής, οφειλόμενο στη σταδιακή αύξηση της πίεσης του δεξιού κόλπου καθώς γίνεται φλεβική επιστροφή αίματος με κλειστή την τριγλώχινα βαλβίδα, συνεπώς ο δεξιός κόλπος πληρώνεται (γεμίζει) με αίμα. Το κύμα  v εμφανίζεται χρονικά κοντά στο δεύτερο καρδιακό τόνο (αμέσως πριν) και φυσιολογικά είναι μικρότερο από το κύμα α. Αυτό το κύμα είναι αυξημένο σε μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια της τριγλώχινας, όπου το κύμα x μπορεί να είναι καταργημένο (σε αυτή την περίπτωση στη συστολική περίοδο υπάρχει μόνο ένα θετικό κύμα, το κύμα cv).
Ακολουθεί το αρνητικό κύμα y, μετά το 2ο καρδιακό τόνο, που αντιστοιχεί στην αρχή της διαστολής και οφείλεται στην μείωση της πίεσης του δεξιού κόλπου (επομένως και της σφαγιτιδικής πίεσης) αμέσως μετά τη διάνοιξη της τριγλώχινας, λόγω της ροής αίματος από τον κόλπο στην κοιλία. Το κύμα y είναι φυσιολογικά μικρότερο από το x.
Ακολουθεί το κύμα h, θετικό κύμα βραδείας ανόδου, μη εμφανές, που αντιστοιχεί στο μέσο της διαστολής (χρονική φάση της διάστασης), καθώς η πλήρωση της δεξιάς κοιλίας επιβραδύνεται μετά την αρχική φάση ταχείας πλήρωσης, ενώ φλεβικό αίμα συνεχίζει να επιστρέφει στο δεξιό κόλπο.
Αυξημένο κύμα α παρατηρείται σε καταστάσεις όπου δυσχεραίνεται η πλήρωση της δεξιάς κοιλίας κατά την κολπική συστολή, όπως σε υπερτροφία της δεξιάς κοιλίας, πνευμονική υπέρταση (αυτά είναι αίτια αυξημένων διαστολικών πιέσεων και ελαττωμένης διατασιμότητας της δεξιάς κοιλίας) και σε στένωση της τριγλώχινας. Πολύ υψηλά κύματα α (canon a waves) που εμφανίζονται κατά διαστήματα παρατηρούνται σε κολποκοιλιακό διαχωρισμό, δηλ όταν η συστολή των κόλπων δεν εμφανίζει χρονική σχέση με τη συστολή των κοιλιών, με αποτέλεσμα κατά διαστήματα να γίνεται συστολή των κόλπων με κλειστές τις κολποκοιλιακές βαλβίδες. Αυτό συμβαίνει σε πλήρη κολποκοιλιακό αποκλεισμό και σε περιπτώσεις κοιλιακής ταχυκαρδίας. Φυσικά το κύμα α απουσιάζει σε κολπική μαρμαρυγή (λόγω απουσίας κολπικής συστολής).
Αιτίες πιο έντονου αρνητικού κύματος  x : κυρίως ο επιπωματισμός. Επίσης και σε μεσοκολπική επικοινωνία
Το κύμα y είναι απότομο και βαθύ σε συμπιεστική περικαρδίτιδα.
Σφαγιτιδικός σφυγμός που μοιάζει με το γράμμα W δηλ με βαθύ κύμα x και y παρατηρείται σε περιοριστική μυοκαρδιοπάθεια, συμπιεστική περικαρδίτιδα και σε έμφραγμα της δεξιάς κοιλίας.
Επίδραση της αναπνοής στις σφαγίτιδες φλέβες:
Φυσιολογικά κατά την εισπνοή η κεντρική φλεβική πίεση, επομένως και το ύψος της σφαγιτιδικής στήλης, ελαττώνεται, επειδή μειώνεται η ενδοθωρακική πίεση, ενώ το αντίθετο γίνεται στην εκπνοή, κατά την οποία η σφαγιτιδική πίεση αυξάνεται και οι σφαγίτιδες διατείνονται.
Το σημείο Kussmaul  είναι η αύξηση της σφαγιτιδικής φλεβικής πίεσης (αύξηση του ύψους της σφαγιτιδικής στήλης και διάταση των σφαγιτίδων) κατά την εισπνοή. Είναι παθολογικό και παρατηρείται σε συμπιεστική περικαρδίτιδα, έμφραγμα της δεξιάς κοιλίας, πνευμονική εμβολή, ή στένωση της τριγλώχινας.
Ηπατοσφαγιτιδική ή κοιλιοσφαγιτιδική παλινδρόμηση (hepatojugular or abdominojugular reflux):
Ασκείται σταθερή πίεση στο άνω μέρος της κοιλιάς για 10-30 δευτερόλεπτα με τον ασθενή να αναπνέει ήρεμα (έντονη αναπνοή μπορεί να επηρεάσει την εξέταση). Φυσιολογικά η σφαγιτιδική φλεβική πίεση εμφανίζει μικρή παροδική αύξηση στην αρχή αυτού του χειρισμού και μικρότερη αύξηση από 3 cm στήλης ύδατος. Η δοκιμασία αυτή είναι θετική (παθολογική) όταν υπάρχει μεγαλύτερη αύξηση της σφαγιτιδικής πίεσης που διαρκεί για >15 δευτερόλεπτα. Τότε αποτελεί ένδειξη δυσλειτουργίας της δεξιάς κοιλίας συστολικής (σε δεξιά καρδιακή ανεπάρκεια) ή διαταραχής στη διαστολική λειτουργία της δεξιάς κοιλίας (λόγω περιοριστικής μυοκαρδιοπάθειας, ή συμπιεστικής περικαρδίτιδας). Επίσης παρατηρείται και σε παθήσεις της τριγλώχινας βαλβίδας.
Η ηπατοσφαγιτιδική παλινδρόμηση παρατηρείται συχνά και σε αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια, επειδή η αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια συχνά προκαλεί δυσλειτουργία και της δεξιάς κοιλίας (ολική καρδιακή ανεπάρκεια). Για αυτό το λόγο σε ασθενείς με δύσπνοια, η ύπαρξη ηπατοσφαγιτιδικής παλινδρόμησης αποτελεί ένδειξη που συνηγορεί ότι η αιτία της δύσπνοιας είναι η καρδιακή ανεπάρκεια και συνήθως συνυπάρχει με αυξημένη πίεση των πνευμονικών τριχοειδών (πίεση ενσφήνωσης).
  
Μέτρηση της αρτηριακής πίεσης:
Ο βραχίονας περιβάλλεται με περιχειρίδα σφυγμομανομέτρου καταλλήλου μεγέθους η οποία φουσκώνεται σε υψηλή πίεση και στη συνέχεια γίνεται σταδιακή αποσυμπίεση του σφυγμομανομέτρου με παράλληλη ακρόαση με το διάφραγμα του στηθοσκοπίου πάνω από τη θέση της βραχιόνιας αρτηρίας στην έσω περιοχή του αγκώνα. Κατά τη σταδιακή αποσυμπίεση (ξεφούσκωμα) του σφυγμομανομέτρου, η ένδειξη του οργάνου όταν ακουστεί ο πρώτος κτύπος στην αρτηρία είναι η συστολική πίεση, ενώ η ένδειξη κατά τη στιγμή εξαφάνισης των κτύπων (που λέγονται ήχοι του Korotkoff) είναι η διαστολική πίεση. 
Μετράται η πίεση και στα δύο άνω άκρα (και όταν υπάρχει υποψία περιφερικής αρτηριοπάθειας ή ισθμικής στένωσης της αορτής μετράται και στα κάτω άκρα). Αν υπάρχει διαφορά στη συστολική πίεση μεταξύ των δύο άνω άκρων > 15 mmHg αυτό θεωρείται παθολογικό και μπορεί να συμβεί σε:
 αθηρωματική στένωση σε αρτηρία του ενός άνω άκρου (πχ υποκλείδια ή μασχαλιαία αρτηρία) ή 
σε διαχωριστικό ανεύρυσμα της αορτής (σε αυτή την περίπτωση, όμως υπάρχει δυνατός πόνος στην κεντρική περιοχή του θώρακα ή τη ράχη), ή 
σε υπερβαλβιδική στένωση της αορτής (πρόκειται για σπάνια συγγενή ανωμαλία), ή
 στο σύνδρομο συμπίεσης θωρακικής εξόδου (.thoracic outlet syndrome) Το αρτηριακό σύνδρομο συμπίεσης θωρακικής εξόδου (υπάρχει και νευρικό, και φλεβικό και μεικτό, ανάλογα με την κύρια δομή που συμπιέζεται και προκαλεί τα συμπτώματα), οφείλεται σε συμπίεση της υποκλείδιας αρτηρίας από παρακείμενες ανατομικές δομές. Πχ μπορεί να υπάρχει συμπίεση του νευροαγγειακού πλέγματος ενός άκρου (βραχιόνιο πλέγμα, υποκλείδια αρτηρία και φλέβα) μεταξύ των σκαληνών μυών, μεταξύ της κλείδας και της πρώτης πλευράς (λόγω ανατομικών ανωμαλιών, κακώσεων, κλπ), ή συμπίεση από υπεράριθμη (αυχενική) πλευρά. 
 Σε περίπτωση υποψίας για ορθοστατική υπόταση η αρτηριακή πίεση μετράται σε ύπτια θέση, καθιστή θέση και όρθια θέση με μεσολάβηση χρονικού διαστήματος 1-1,5 λεπτού. Φυσιολογικά η ελάττωση στη συστολική πίεση από την ύπτια στην όρθια θέση είναι ≤ 10 mmHg (λίγο μεγαλύτερη σε μεγάλη ηλικία από ότι σε άτομα μικρής ή μέσης ηλικίας). Όταν η ελάττωση της συστολικής πίεσης στην όρθια θέση είναι μεγαλύτερη από 10 mmHg  πρόκειται για ορθοστατική υπόταση.
Φυσιολογικά η συστολική πίεση κατά την εισπνοή παρουσιάζει μικρή ελάττωση < 10 mmHg. Ελάττωση της συστολικής πίεσης στην εισπνοή > 10 mmHg λέγεται παράδοξος σφυγμός. Παρατηρείται σε καρδιακό επιπωματισμό. Κάποιες φορές μπορεί να παρατηρηθεί σε συμπιεστική περικαρδίτιδα, σοβαρό άσθμα ή σοβαρή ΧΑΠ. O παράδοξος σφυγμός διαπιστώνεται όταν κατά την ψηλάφηση του σφυγμού, ο εξεταστής αισθάνεται πιο αδύναμο το σφυγμό κατά την εισπνοή, αλλά ανιχνεύεται ακριβέστερα κατά τη μέτρηση της πίεσης. Το ξεφούσκωμα της περιχειρίδας γίνεται αργά και διαπιστώνεται πρώτα το σημείο στο οποίο αρχίζει να ακούγεται διαλειπόντως μόνο κατά την εκπνοή ο ήχος (ήχος του Korotkoff). Αυτή είναι η συστολική πίεση στην εκπνοή. Στη συνέχεια διαπιστώνεται το σημείο στο οποίο ο ήχος (κτύπος) αρχίζει να ακούγεται συνεχώς και στις δύο φάσεις της αναπνοής. Αυτή είναι η συστολική πίεση στην εισπνοή. Αν η μεταξύ τους διαφορά είναι > 10 mmHg τότε υπάρχει παράδοξος σφυγμός.
Η πίεση στα κάτω άκρα είναι φυσιολογικά μεγαλύτερη από την πίεση στο βραχίονα κατά 20 mmHg. O σφυροβραχιόνιος ή κνημοβραχιόνιος δείκτης (ankle brachial index –ABI) είναι ο λόγος της συστολικής πίεσης στο σφυρό δια τη συστολική πίεση στο βραχίονα και φυσιολογικά είναι ≥ 1. Ελαττωμένος είναι σε περιφερική αρτηριοπάθεια των κάτω άκρων. Η παθολογική τιμή του σφυροβραχιόνιου δείκτη (<0,9) αποτελεί ένδειξη αθηρωματικής στένωσης των αρτηριών των κάτω άκρων, ενώ αποτελεί και προγνωστικό παράγοντα, που σχετίζεται με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Η μέτρηση του ABI γίνεται ως εξής: Η συστολική πίεση της βραχιόνιας αρτηρίας μετριέται με το γνωστό τρόπο. Για τη μέτρηση της συστολικής πίεσης στο πόδι η καλύτερη μέθοδος είναι με χρήση σφυγμομανομέτρου και συσκευής Doppler. Η περιχειρίδα του σφυγμομανομέτρου τοποθετείται στο κάτω τριτημόριο της κνήμης. Η συσκευή Doppler χρησιμεύει για την διαπίστωση της χρονικής στιγμής της έναρξης της ροής στην οπίσθια κνημιαία ή στη ραχιαία αρτηρία του ποδός κατά το αργό ξεφούσκωμα της περιχειρίδας του σφυγμομανομέτρου. Η πίεση που δείχνει το μανόμετρο κατά τη στιγμή της έναρξης της ροής στην αρτηρία είναι η συστολική αρτηριακή πίεση στο κάτω μέρος της κνήμης. Σε περίπτωση που οι μετρήσεις διαφέρουν όταν χρησιμοποιείται η οπίσθια κνημιαία και η ραχιαία αρτηρία του ποδός, τότε λαμβάνεται υπόψη η μεγαλύτερη τιμή. Η μέτρηση γίνεται σε κάθε πόδι και έτσι ελέγχεται αν υπάρχει περιφερική αρτηριακή νόσος στο κάθε πόδι ξεχωριστά. Όταν ο ABI χρησιμοποιείται σαν προγνωστικός δείκτης καρδιαγγειακού κινδύνου, τότε λαμβάνεται υπόψη η χαμηλότερη τιμή από τις δύο μετρήσεις, που αντιστοιχούν στα δύο κάτω άκρα. Μία άλλη μέθοδος λιγότερο ακριβής, αλλά επίσης αποδεκτή, είναι με την ψηλάφηση των σφύξεων της οπίσθιας κνημιαίας ή της ραχιαίας του ποδός. Τότε η συστολική πίεση είναι η πίεση που δείχνει το μανόμετρο τη στιγμή που αρχίζει να γίνεται αισθητός ο σφυγμός της αρτηρίας κατά το αργό ξεφούσκωμα του αεροθαλάμου του μανομέτρου. Μία άλλη μέθοδος, είναι η μέτρηση της πίεσης στο πόδι με ηλεκτρονικό πιεσόμετρο, του οποίου η περιχειρίδα τοποθετείται έτσι ώστε το κάτω άκρο της να βρίσκεται 1-2 cm πάνω από τον αστράγαλο. 
Ωστόσο, η ακριβέστερη μέθοδος μέτρησης του ABI είναι αυτή που αναφέρθηκε πρώτη με χρήση συσκευής Doppler.
 Υπάρχουν περιπτώσεις που ο σφυροβραχιόνιος δείκτης (ABI) μπορεί να είναι ψευδώς υψηλός (και επομένως απατηλός) αν υπάρχει σημαντική ασβέστωση των αρτηριών των κάτω άκρων, που τις καθιστά δύσκολα συμπιέσιμες.
Τιμές του ABI > 1,4 επίσης δεν είναι φυσιολογικές. Δεν δείχνουν βέβαια αποφρακτική ή στενωτική αρτηριακή πάθηση των κάτω άκρων, αλλά αποτελούν ένδειξη ασβέστωσης του τοιχώματος των αρτηριών που τις καθιστά δυσχερώς συμπιέσιμες. Ο ABI έχει προγνωστική αξία ακόμη και εντός των φυσιολογικών ορίων, αφού οι ασθενείς  με τιμές 1-1,1 είχαν μεγαλύτερα ποσοστά ύπαρξης υποκλινικής αθηρωμάτωσης στις καρωτίδες και τις στεφανιαίες αρτηρίες συγκριτικά μα όσους είχαν τιμές 1,1-1,3.

Κουρεμένου Χ, Τσακίρης Α. Κνημοβραχιόνιος δείκτης, ένας παραμελημένος χρήσιμος δείκτης. Υπέρταση, 13, 3: 90- 98, 2004
. McLafferty RB, Dunnington GL, Mattos MA, et al. Factors affecting the diagnosis of peripheral vascular disease before vascular surgery referral. J Vasc Surg 2000; 31:870-879.

Ο αναπνευστικός ρυθμός 
(Μέτρηση αριθμού αναπνοών /λεπτό σε ηρεμία) αποτελεί επίσης ένα από τα ζωτικά σημεία μαζί με την αρτηριακή πίεση, την καρδιακή συχνότητα και τη θερμοκρασία.
 Ο αναπνευστικός ρυθμός είναι αυξημένος σε καρδιακή κάμψη, πνευμονική εμβολή, πνευμονική νόσο, ή άγχος. Ρηχές ταχείες αναπνοές μπορεί να υπάρχουν σε πλευρίτιδα, λόγω του πλευριτικού πόνου που αναγκάζει τον ασθενή να παίρνει ρηχές αναπνοές (λόγω αύξησης του πόνου με τις βαθιές αναπνευστικές κινήσεις).

Φυσιολογικός ρυθμός αναπνοών (αναπνοές/λεπτό) σε ηρεμία με βάση την ηλικία:
Πρόωρο νεογνό 40-70
0-3 μηνών 35-55
3-6 μηνών 30-45
6-12 μηνών 25-40
1-3 ετών 20-30
3-6 ετών 20-25
6-12 ετών 14-22
>12 ετών 12-18

Πυρετός
Η φυσιολογική θερμοκρασία στο στόμα κυμαίνεται από 36 έως 37,5 ο C, στη μασχάλη είναι 0,5ο C, χαμηλότερη (επομένως 35,5-37) και στο ορθό 0,5 ο C υψηλότερη (36,5-38). Ο πυρετός (παθολογική άνοδος της θερμοκρασίας από τη διέγερση του ανοσοποιητικού συστήματος σε περιπτώσεις λοιμώξεων, ιστικής βλάβης και φλεγμονής ή κάποτε αλλεργικού τύπου αντιδράσεις, που επιφέρει ρύθμιση του θερμορυθμιστικού κέντρου σε υψηλότερες θερμοκρασίες). Παθοφυσιολογία: τα μονοκύτταρα-μακροφάγα που διεγείρονται σε περιπτώσεις φλεγμονής ελευθερώνουν ουσίες που λέγονται κυτοκίνες (ιντερλευκίνη 1 και 6, ιντερφερόνη γ και παράγοντας νέκρωσης όγκων TNF), οι οποίες επηρεάζουν το θερμορυθμιστικό κέντρο στον υποθάλαμο, με αποτέλεσμα τη ρύθμιση της θερμοκρασίας σε υψηλότερα επίπεδα, πράγμα που γίνεται με αυξημένη παραγωγή θερμότητας (ρίγος), ή ελάττωση της απώλειας θερμότητας (περιφερική αγγειοσύσπαση). Η θερμοκρασία στον πυρετό είναι συνήθως ≤ 41 ο C ενώ στην υπερθερμία (μεγάλη αύξηση της θερμοκρασίας που οφείλεται σε αδυναμία αποβολής από το σώμα της θερμότητας που παράγεται με το μεταβολισμό ή προσλαμβάνεται από το περιβάλλον και όχι σε επίδραση φλεγμονώδους μηχανισμού και κυτοκινών) η θερμοκρασία μπορεί να είναι > 41 ο C. Αίτια του πυρετού: λοιμώξεις ιογενείς και βακτηριακές (και σπανιώτερα από ρικέτσιες, μύκητες, παράσιτα), περιπτώσεις ιστικής βλάβης (έμφραγμα, πνευμονική εμβολή, μετεγχειρητικός πυρετός, τραυματικές κακώσεις και αιματώματα), αυτοάνοσες φλεγμονώδεις νόσοι (πχ ρευματοειδής αρθρίτιδα, ερυθηματώδης λύκος), ανοσολογικές και αλλεργικές αντιδράσεις (πχ από αντίδραση σε φάρμακα ή σε μετάγγιση), νεοπλασματικές νόσοι (λευχαιμία, λέμφωμα, καρκίνος νεφρού, καρκίνος ήπατος πρωτοπαθής ή μεταστατικός), βλάβες του ΚΝΣ (τραύμα, χωροκατακτητική βλάβη εγκεφάλου πχ όγκος ή αιμάτωμα), διάφορες νόσοι που στην παθοφυσιολογία τους εμπεριέχουν το στοιχείο της φλεγμονής ( πχ θρομβοφλεβίτιδα επιπολής από μόλυνση φλεβοκαθετήρα, εν τω βάθει θρομβοφλεβίτιδα).
Από τις αιτίες του πυρετού που ενδιαφέρουν τον καρδιολόγο αναφέρεται το έμφραγμα (ο χαμηλός πυρετός είναι σχετικά συχνός κατά τις πρώτες 1-2 ημέρες και συνήθως σε αυτούς τους ασθενείς αναζητείται άλλο αίτιο αν ξεπερνά τις 48-72 ώρες), η πνευμονική εμβολή, η λοιμώδης ενδοκαρδίτιδα, η περικαρδίτιδα, η ιογενής μυοκαρδίτιδα και ο ρευματικός πυρετός.

Καρδιακή ώση
Είναι μια πρόσθια κίνηση του προκαρδίου στην αρχή της συστολής .Ψηλαφάται συνήθως σε καθιστή και σε αριστερή πλάγια κατακεκλιμένη θέση. Φυσιολογικά ψηλαφάται μόνο η ώση της αριστερής κοιλίας. Η φυσιολογική καρδιακή ώση γίνεται αντιληπτή στο 4ο-5ο αριστερό μεσοπλεύριο διάστημα στη μεσοκλειδική γραμμή κατά το αρχικό μέρος της συστολής (το πρώτο τριτημόριο της συστολικής περιόδου). Κατά το μέσο και το τέλος της συστολής η αριστερή κοιλία μικραίνει σε μέγεθος και η ώση δε γίνεται αισθητή. Συνεπώς, αισθητή ώση προς τα έξω στο τελικό τμήμα της συστολής είναι παθολογική. Η ώση καταλαμβάνει φυσιολογικά μικρή επιφάνεια ( περίπου 2 x2 cm).
Παρατεταμένη ώση, που υπερβαίνει το πρώτο ήμισυ της συστολής, παρατηρείται σε υπερτροφία ή διάταση της αριστερής κοιλίας.
Σε περίπτωση διάτασης της αριστερής κοιλίας (πχ σε συστολική δυσλειτουργία, ή μεγάλη ανεπάρκεια αορτικής βαλβίδας) η περιοχή όπου γίνεται αισθητή η καρδιακή ώση είναι μεγαλύτερη (με διάμετρο >3 εκατοστά, ή ψηλαφητή σε δύο μεσοπλεύρια διαστήματα) και είναι παρεκτοπισμένη προς τα αριστερά και κάτω (στο 6ο ή 7ο αριστερό μεσοπλεύριο διάστημα και πιο αριστερά από τη μεσοκλειδική γραμμή).
Σε υπερτροφία χωρίς διάταση της αριστερής κοιλίας η καρδιακή ώση είναι μεγαλύτερης διάρκειας, αλλά δεν είναι παρεκτοπισμένη προς τα αριστερά. (πχ σε υπερτροφία λόγω υπέρτασης, στένωσης της αορτικής βαλβίδας, ή υπερτροφικής μυοκαρδιοπάθειας). Επίσης σε αυτές τις περιπτώσεις, λόγω αυξημένης συμμετοχής της συστολής του αριστερού κόλπου στη διαστολική πλήρωση της κοιλίας, μπορεί να υπάρχει και μία ψηλαφητή προσυστολική ώση. Η προσυστολική ώση κάποιες φορές είναι εμφανής και οπτικά, αμέσως πριν τον πρώτο καρδιακό τόνο, σαν μία μικρή αναπήδηση του στηθοσκοπίου, όταν αυτό ακουμπά ελαφρά στη θέση της καρδιακής κορυφής.
Ψηλάφηση της ώσης σε υψηλότερη και πιο αριστερή θέση από την κανονική (πχ 3ο μεσοπλεύριο διάστημα αριστερά της μεσοκλειδικής γραμμής) συμβαίνει σε ανεύρυσμα της αριστερής κοιλίας (συνεπεία εμφράγματος).
Υπερδυναμική ώση (πιο έντονη πρόσθια κίνηση του θώρακα) παρατηρείται σε καταστάσεις με αύξηση του όγκου παλμού. Τέτοιες περιπτώσεις είναι:
1 )  Η ανεπάρκεια αορτικής βαλβίδας: Επειδή η αριστερή κοιλία οφείλει να εξωθήσει εκτός από τον ωφέλιμο όγκο παλμού και το αίμα που παλινδρόμησε από την αορτή στην προηγούμενη διαστολική περίοδο. 
 2) Ο ανοικτός αρτηριακός πόρος : Η πνευμονική κυκλοφορία δέχεται αυξημένη τροφοδοσία με αίμα, αφού δέχεται όχι μόνο το μη οξυγονωμένο αίμα που εξωθεί σε αυτή η δεξιά κοιλία, αλλά και το αίμα της παθολογικής επικοινωνίας που περνάει μέσω του πόρου. Η αυξημένη τροφοδοσία της πνευμονικής κυκλοφορίας συνεπάγεται αυξημένη επιστροφή αίματος στις αριστερές καρδιακές κοιλότητες μέσω των πνευμονικών φλεβών, που οδηγεί σε αυξημένη φόρτιση με αίμα (αυξημένο προφορτίο) της αριστερής κοιλίας. Αυτό προκαλεί και αύξηση του όγκου παλμού της κοιλίας κατά τη συστολή. 
3) Οι Αρτηριοφλεβώδεις επικοινωνίες : πρόκειται για κατάσταση αυξημένης καρδιακής παροχής (η αριστερή κοιλία οφείλει να χορηγεί τόσο την ωφέλιμη καρδιακή παροχή που διέρχεται μέσα από τα τριχοειδικά δίκτυα των ιστών, όσο και την παροχή της αρτηριοφλεβικής επικοινωνίας που παρακάμπτει τα τριχοειδή και δε συμμετέχει στην αιμάτωση των ιστών).
Ώση της δεξιάς κοιλίας: Φυσιολογικά δεν ψηλαφάται. Ψηλαφάται κατά τη συστολή, στην κάτω αριστερή παραστερνική περιοχή στις παρακάτω περιπτώσεις::
α) υπερτροφία της δεξιάς κοιλίας από υπερφόρτιση πίεσης, δηλαδή λειτουργία της κοιλίας υπό συνθήκες αυξημένης συστολικής πίεσης-αυξημένου μεταφορτίου (πχ λόγω στένωσης πνευμονικής βαλβίδας, ή πνευμονικής υπέρτασης). Η ώση τότε είναι παρατεταμένη.
 ή β) διάταση της δεξιάς κοιλίας (σε δεξιά καρδιακή ανεπάρκεια, ή υπερφόρτιση όγκου της δεξιάς κοιλίας λόγω μεσοκολπικής επικοινωνίας ή μεγάλης ανεπάρκειας της τριγλώχινας). Τότε η ώση είναι ζωηρή, αλλά όχι παρατεταμένη.
Σε σοβαρή ανεπάρκεια μιτροειδούς κάποτε ο αριστερός κόλπος καθώς διατείνεται σε κάθε συστολή και επειδή η προς τα πίσω κίνησή του περιορίζεται από τη σπονδυλική στήλη, μπορεί να ωθεί τη δεξιά κοιλία προς τα πρόσω και να ψηλαφάται ώση στην αριστερή παραστερνική περιοχή.


Καρδιακή ακρόαση
Φυσιολογικά ακούγεται μόνο το κλείσιμο των βαλβίδων και όχι η διάνοιξή τους. Το κλείσιμο των βαλβίδων προκαλεί τη δημιουργία των δύο φυσιολογικών καρδιακών τόνων.
Ελάττωση της έντασης και των δύο καρδιακών τόνων διαπιστώνεται κυρίως σε περιπτώσεις που μεσολαβεί κάποιο ακουστικό εμπόδιο μεταξύ της καρδιάς και της επιφάνειας του θώρακα, όπως αυξημένο στρώμα λίπους σε παχυσαρκία, οι διατεταμένοι πνεύμονες σε πνευμονικό εμφύσημα, ή περικαρδιακή συλλογή υγρού.
 Ο πρώτος τόνος παράγεται κυρίως από τη σύγκλειση της μιτροειδούς, ενώ λιγότερο συμμετέχει στη γένεσή του και η σύγκλειση της τριγλώχινας και ακούγεται εντονότερα στην κορυφή. Συνεπώς συχνά ακούγεται ως μονήρης ήχος (επειδή το δεύτερο στοιχείο, το προερχόμενο από τη σύγκλειση της τριγλώχινας, είναι πιο ασθενές). Το δεύτερο στοιχείο του πρώτου τόνου, όταν υφίσταται ακούγεται φυσιολογικά στο κατώτερο αριστερό στερνικό χείλος, ενώ λιγότερο συχνά ακούγεται και στην κορυφή. Σε αποκλεισμό του δεξιού σκέλους ο πρώτος τόνος παρουσιάζει ευρύ διχασμό λόγω καθυστέρησης του τριγλωχινικού στοιχείου. Αντίθετα, σε αριστερό σκελικό αποκλεισμό ο πρώτος τόνος είναι μονήρης, επειδή τότε καθυστερεί το πρώτο (μιτροειδικό) στοιχείο και έτσι συμπίπτει με το δεύτερο (τριγλωχινικό).   Ο πρώτος τόνος συμπίπτει χρονικά με την έναρξη της συστολής (αφού τότε συμβαίνει η σύγκλειση των κολποκοιλιακών βαλβίδων). Επομένως ακούγεται ταυτόχρονα με την έναρξη του καρωτιδικού σφυγμού και με την έναρξη της καρδιακής ώσης.
Η ένταση του 1ου τόνου επηρεάζεται από τη δύναμη της συστολής (συσταλτικότητα) της αριστερής κοιλίας, ενδεχόμενες ανατομικές αλλοιώσεις της βαλβίδας (πχ πάχυνση των πτυχών) και από την απόσταση των γλωχίνων της μιτροειδούς από το κολποκοιλιακό στόμιο κατά τη στιγμή της έναρξης της συστολής. Όταν αυτή η απόσταση είναι μεγαλύτερη, τότε οι γλωχίνες της βαλβίδας δέχονται την επίδραση της αυξανόμενης, στην αρχή της συστολής, πίεσης της αριστερής κοιλίας για μεγαλύτερη διαδρομή, με αποτέλεσμα να αναπτύσσουν μεγαλύτερη ταχύτητα σύγκλεισης, η οποία παράγει εντονότερο ήχο.
Αύξηση της έντασης του πρώτου τόνου παρατηρείται σε στένωση της μιτροειδούς (εκτός αν υπάρχει μεγάλος περιορισμός της κινητικότητας των γλωχίνων), κάποιες φορές σε πρόπτωση μιτροειδούς. Σπανιότερα αίτια: μύξωμα αριστερού κόλπου, στένωση τριγλώχινας. Επίσης συχνά αυξάνεται η ένταση του πρώτου τόνου σε περιπτώσεις αύξησης της έντασης της συστολής της αριστερής κοιλίας όπως σε σωματική προσπάθεια, υπερθυρεοειδισμό, πυρετό, αναιμία και χορήγηση συμπαθομιμητικών φαρμάκων. Αυξημένη ένταση του πρώτου τόνου παρατηρείται και σε ταχυκαρδία, ή σε βραχείς κύκλους της κολπικής μαρμαρυγής επειδή η διάρκεια της διαστολικής περιόδου που προηγείται της συστολής είναι μικρή. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η διαστολική πλήρωση της αριστερής κοιλίας να είναι μικρότερη και η έναρξη της συστολής να βρίσκει της γλωχίνες της μιτροειδούς σε πιο πλήρη διάνοιξη και σε μεγαλύτερη απόσταση από το στόμιο της βαλβίδας. Σε  βραχύ διάστημα PR (το οποίο αντιπροσωπεύει τη χρονική απόσταση μεταξύ της ηλεκτρικής διέγερσης των κόλπων και των κοιλιών) επειδή η συστολή του αριστερού κόλπου που προηγήθηκε, φέρνει τις γλωχίνες σε θέση μεγάλης διάνοιξης, από την οποία δεν προλαβαίνουν να επανέλθουν μερικά μέχρι την αρχή της συστολής. Δεν γίνεται αυτή η μερική επάνοδος των γλωχίνων, επειδή η συστολή ακολουθεί εντός μικρού χρονικού διαστήματος. Συνεπώς οι γλωχίνες της μιτροειδούς συγκλείονται από μεγαλύτερη απόσταση και έτσι παράγουν δυνατότερο ήχο. 
Ελαττωμένη ένταση του πρώτου τόνου διαπιστώνεται σε ελαττωμένη δύναμη συστολής της αριστερής κοιλίας (ελαττωμένη συνολική συσταλτικότητα πχ λόγω εμφράγματος, μυοκαρδίτιδας, διατατικής μυοκαρδιοπάθειας κλπ). Επειδή η αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης στην αρχή της συστολής αποτελεί την κινητήριο δύναμη για τη σύγκλειση της μιτροειδούς, η βραδύτερη και μικρότερη αύξηση της πίεσης εντός της κοιλίας στην αρχή της συστολής (λόγω μειωμένης συσταλτικότητας) οδηγεί σε μικρότερη ταχύτητα κίνησης των πτυχών της μιτροειδούς, συνεπώς μικρότερη ένταση του πρώτου τόνου. Επίσης ελαττωμένη ένταση του πρώτου τόνου παρατηρείται σε μεγάλη μείωση της κινητικότητας των πτυχών της λόγω ασβέστωσης, αλλά και σε σοβαρή ανεπάρκεια ή στένωση της αορτικής βαλβίδας. Στην τελευταία περίπτωση, η σοβαρή πάθηση της αορτικής βαλβίδας προκαλεί αυξημένη πίεση εντός της αριστερής κοιλίας στο τέλος της διαστολής με συνέπεια οι πτυχές της μιτροειδούς δεχόμενες αυτή την πίεση να αρχίζουν να πλησιάζουν μεταξύ τους ήδη πριν την έναρξη της συστολής. Έτσι συγκλείονται από μικρότερη απόσταση με αποτέλεσμα να αναπτύσσουν μικρότερη επιτάχυνση και μικρότερη ταχύτητα κατά τη σύγκλειση. Ελάττωση της έντασης του 1ου τόνου παρατηρείται επίσης σε πρώτου βαθμού κολποκοιλιακό αποκλεισμό, επειδή τότε είναι αυξημένο το χρονικό διάστημα μεταξύ της συστολής των κόλπων και της συστολής των κοιλιών. Αυτό δίνει χρόνο στις πτυχές της μιτροειδούς να διανύσουν κάποια απόσταση από τη θέση πλήρους διάνοιξης, στην οποία βρίσκονταν κατά την κολπική συστολή, με αποτέλεσμα να συγκλείονται από μικρότερη αρχική απόσταση κατά την έναρξη της συστολής των κοιλιών. Δεν ξεχνούμε και τις περιπτώσεις που προκαλούν μειωμένη ένταση και των δύο καρδιακών τόνων (αναφέρθηκαν παραπάνω).
Αυξομείωση στην ένταση του πρώτου καρδιακού τόνου παρατηρείται σε περιπτώσεις που μεταβάλλεται η απόσταση που έχουν οι γλωχίνες της μιτροειδούς κατά την έναρξη της συστολικής περιόδου από τη θέση σύγκλεισής τους. Αυτό συμβαίνει, λόγω μεταβολής στη χρονική απόσταση μεταξύ της κολπικής και της κοιλιακής συστολής (διάστημα PR), όπως σε πλήρη κολποκοιλιακό αποκλεισμό, ή σε κοιλιακή ταχυκαρδία, ή λόγω μεταβολής στη διάρκεια της διαστολικής περιόδου, όπως συμβαίνει στην κολπική μαρμαρυγή. (Όταν είναι μεγαλύτερη η διαστολική περίοδος, τότε οι γλωχίνες της μιτροειδούς δεν κινούνται από θέση πλήρους διάνοιξης, αλλά έχουν ήδη πλησιάσει σε κάποιο βαθμό προς τη θέση σύγκλεισης κατά τη έναρξη της επόμενης συστολής των κοιλιών. Έτσι η μεγάλη διαστολική περίοδος αντιστοιχεί σε μικρότερη ένταση του επόμενου 1ου τόνου, ενώ το αντίθετο ισχύει για μικρή διαστολική περίοδο).
Ο δεύτερος τόνος οφείλεται στη σύγκλειση των μηνοειδών (αρτηριακών) βαλβίδων, αμέσως μετά το τέλος της συστολής. Αποτελείται από 2 ήχους, το αορτικό στοιχείο Α2 που προηγείται , οφείλεται στη σύγκλειση της αορτικής βαλβίδας και ακούγεται καλύτερα στη δεξιά βάση (2ο μεσοπλεύριο διάστημα δεξιά παραστερνικά) και στην κορυφή και το πνευμονικό στοιχείο Π2 που έπεται. Το Π2 (ή P2) ακούγεται καλύτερα στην εστία ακρόασης της πνευμονικής βαλβίδας (2ο μεσοπλεύριο διάστημα αριστερά παραστερνικά), ενώ φυσιολογικά δεν ακούγεται στην κορυφή. Κατά την εισπνοή η επαναφορά φλεβικού αίματος στις δεξιές καρδιακέ κοιλότητες αυξάνεται και οδηγεί σε παράταση της συστολής της δεξιάς κοιλίας, επομένως και σε καθυστερημένη σύγκλειση της πνευμονικής βαλβίδας. Έτσι, φυσιολογικά ο διχασμός του δεύτερου τόνου αυξάνεται στην εισπνοή, ενώ το αντίθετο συμβαίνει στην εκπνοή. Ο διχασμός του δεύτερου τόνου εκτιμάται με την ακρόαση στην περιοχή της αριστερής βάσης (εστία της πνευμονικής), με τον ασθενή να είναι ξαπλωμένος σε ύπτια θέση και να αναπνέει κανονικά. Τότε διαπιστώνεται φυσιολογικά ότι ο 2ος τόνος διχάζεται στην εισπνοή, ενώ ακούγεται ως μονήρης στην εκπνοή. Η κινητήρια δύναμη για τη σύγκλειση των μηνοειδών βαλβίδων είναι η πίεση στην αντίστοιχη αρτηρία στην αρχή της διαστολής. Για αυτό το λόγο:
Αυξημένη ένταση του Α2 διαπιστώνεται σε αρτηριακή υπέρταση. Αυξημένη ένταση του Π2 (δηλ αυξημένη ένταση του 2ου τόνου στην εστία ακρόασης της πνευμονικής) διαπιστώνεται σε πνευμονική υπέρταση. Τότε μπορεί να είναι ακουστό το P2 και στην κορυφή.
Ελαττωμένη ένταση του 2ου τόνου στις εστίες ακροάσεως της αορτικής ή της πνευμονικής βαλβίδας αντίστοιχα διαπιστώνεται σε μέτρια στένωση των αντίστοιχων βαλβίδων, ενώ εξαφάνιση του 2ου τόνου σε σοβαρή στένωση αυτών των βαλβίδων.
Παθολογικά αυξημένος διχασμός του δεύτερου τόνου είναι η αύξηση του χρονικού διαστήματος μεταξύ της σύγκλεισης της αορτικής και της πνευμονικής βαλβίδας, που διαπιστώνεται κατά την ακρόαση στην εστία της πνευμονικής. Συμβαίνει όταν καθυστερεί ή παρατείνεται η εξώθηση της δεξιάς κοιλίας: στένωση της πνευμονικής βαλβίδας, τετραλογία Fallot, ανωμαλία Ebstein, αποκλεισμός δεξιού σκέλους (τότε υπάρχει βαθμός καθυστέρησης στην ηλεκτρική διέγερση της δεξιάς κοιλίας), μεσοκολπική επικοινωνία. Στην τελευταία περίπτωση, ο διχασμός του δεύτερου τόνου είναι ευρύς και σταθερός κατά τις αναπνευστικές κινήσεις. Αυτό οφείλεται στην παρουσία του μεσοκολπικού ελλείμματος, που οδηγεί σε υπερφόρτιση με όγκο αίματος στις δεξιές καρδιακές κοιλότητες, ενώ εξισορροπεί και τις αντίθετες επιδράσεις των αναπνευστικών κινήσεων στην ποσότητα της φλεβικής επιστροφής στους δύο κόλπους. Στην εισπνοή είναι αυξημένη η φλεβική επιστροφή στο δεξιό κόλπο και ελαττωμένη στον αριστερό, με αποτέλεσμα να μειώνεται το ποσό την ροής από αριστερά προς τα δεξιά μέσω του μεσοκολπικού ελλείμματος. Στην εκπνοή συμβαίνει το αντίθετο, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η ροή από αριστερά προς τα δεξιά μέσω του ελλείμματος, γεγονός που αυξάνει την τροφοδοσία με αίμα των δεξιών καρδιακών κοιλοτήτων και αποτρέπει την φυσιολογική ελάττωση του εύρους του διχασμού του δεύτερου τόνου, στην εκπνοή.
 Ελαττωμένου εύρους διχασμός του δεύτερου τόνου παρατηρείται σε καταστάσεις που καθυστερούν τη συστολή ή την εξώθηση της αριστερής κοιλίας, όπως ο αποκλεισμός του αριστερού σκέλους και η στένωση της αορτικής βαλβίδας. Βέβαια σημειώνεται ότι σε βαριά στένωση αορτικής βαλβίδας συχνά δεν είναι ακουστός ο δεύτερος τόνος. Επίσης, ελαττωμένου εύρους διχασμός του 2ου τόνου παρατηρείται σε περίπτωση που βραχύνεται η διάρκεια της εξώθησης της δεξιάς κοιλίας, όπως σε πνευμονική υπέρταση. Σε αυτή την περίπτωση διαπιστώνεται και αυξημένη ένταση του πνευμονικού στοιχείου του 2ου τόνου ( στην εστία της πνευμονικής).
Παράδοξος διχασμός του δεύτερου τόνου: Όταν ο διχασμός του είναι μεγαλύτερος στην εκπνοή, ενώ στην εισπνοή οι ήχοι σύγκλεισης των μηνοειδών βαλβίδων συμπίπτουν. Αυτό είναι το αντίθετο από ότι θα συνέβαινε φυσιολογικά. Παρατηρείται σε καταστάσεις που προκαλούν παράταση ή επιβράδυνση της εξώθησης της αριστερής κοιλίας (όπως η στένωση της αορτικής βαλβίδας λόγω του μηχανικού κωλύματος στην εξώθηση και ο ανοικτός αρτηριακός πόρος λόγω της αυξημένης επιστροφής αίματος στις αριστερές καρδιακές κοιλότητες από τις πνευμονικές φλέβες). Σε κάποιες περιπτώσεις η επιβράδυνση αυτή είναι τέτοια, που ο Α2 ακολουθεί τον Π2. Τότε στην εκπνοή, όπου ο Α2 καθυστερεί περισσότερο λόγω της μεγαλύτερης επιστροφής αίματος στις αριστερές καρδιακές κοιλότητες, ο δεύτερος  τόνος θα ακούγεται περισσότερο διχασμένος. Αντίθετα στην εισπνοή, στην οποία καθυστερεί ο Π2 λόγω μεγαλύτερης εισροής αίματος στις δεξιές κοιλότητες, οι Α2 και Π2 συμπίπτουν (γεγονός ακριβώς αντίθετο με ότι συμβαίνει κατά το φυσιολογικό διχασμό του 2ου τόνου).
Η παρουσία φυσιολογικού διχασμού του 2ου τόνου είναι σημαντικό στοιχείο εναντίον της διάγνωσης μεγάλης μεσοκολπικής επικοινωνίας, σοβαρής στένωσης της πνευμονικής βαλβίδας, τετραλογίας Fallot (στην οποία ο δεύτερος τόνος είναι μονήρης), πνευμονικής υπέρτασης, ατρησίας της αορτικής ή της πνευμονικής βαλβίδας, αρτηριακού κορμού και μετάθεσης των μεγάλων αρτηριών.
Ο 3ος καρδιακός τόνος φυσιολογικά δεν ακούγεται, εκτός από κάποια νεαρά άτομα, στα οποία μπορεί να είναι φυσιολογικός. Είναι παθολογικός σε άτομα ηλικίας > 30 ετών. Οφείλεται στις δονήσεις που προκαλούνται στο μυοκάρδιο στην αρχή της διαστολής, λόγω της ταχείας πλήρωσης των κοιλιών. Ακολουθεί τον 2ο τόνο (μετά από ελάχιστο χρονικό διάστημα 120-160 msec). Παθολογικά ο 3ος τόνος ακούγεται σε περιπτώσεις με αυξημένη πίεση του αριστερού κόλπου κατά την έναρξη της διαστολής, αφού τότε το αίμα εισέρχεται με μεγαλύτερη πίεση και ταχύτητα εντός της αριστερής κοιλίας, στη φάση ταχείας πλήρωσης, στην αρχή της διαστολής. Επομένως ο 3ος τόνος ακούγεται α) σε καρδιακή ανεπάρκεια από συστολική δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας, όπου υπάρχει αυξημένη μέση πίεση του αριστερού κόλπου. Υπάρχει ελαττωμένη εκκένωση της κοιλίας στη συστολή, με αποτέλεσμα να παραμένει αυξημένος όγκος αίματος μέσα στην κοιλία κατά τη διαστολή και αυξημένη διαστολική πίεση εντός της κοιλίας. Η αυξημένη διαστολική πίεση της αριστερής κοιλίας, προκαλεί αύξηση της πίεσης του αριστερού κόλπου, ο οποίος κατά τη διαστολή επικοινωνεί με την κοιλία μέσω της ανοικτής μιτροειδούς βαλβίδας. Ο συνδυασμός της αυξημένης πίεσης του αριστερού κόλπου και της διάτασης της κοιλίας που περιέχει μεγαλύτερο όγκο αίματος δημιουργεί εντονώτερες ηχητικές δονήσεις κατά τη φάση ταχείας πλήρωσης. β) Επίσης 3ος τόνος ακούγεται και σε ανεπάρκεια μιτροειδούς αξιόλογου μεγέθους.Η παλινδρόμηση ποσού αίματος στον αριστερό κόλπο κατά τη συστολή της κοιλίας, έχει σαν συνέπεια στο τέλος της συστολής και στην αρχή της διαστολής να υπάρχει αυξημένη ποσότητα αίματος και αυξημένη πίεση στον αριστερό κόλπο. Συνεπώς στην αρχή της διαστολής η είσοδος του αίματος στην κοιλία γίνεται με μεγαλύτερη πίεση και ταχύτητα.
Ο 4ος τόνος φυσιολογικά δεν ακούγεται (κάποιες φορές είναι ενδεχόμενο να ακούγεται σε φυσιολογικά ηλικιωμένα άτομα). Είναι ακουστός σε υπερτροφία της αριστερής κοιλίας. Οφείλεται σε δονήσεις που παράγονται κατά την απότομη είσοδο αίματος στις κοιλίες κατά τη συστολή των κόλπων. Επομένως ακούγεται στο τέλος της διαστολής πριν από τον 1ο τόνο. Ο 4ος τόνος ακούγεται γενικά σε περιπτώσεις διαστολικής δυσλειτουργίας της αριστερής κοιλίας, δηλ ελαττωμένης ενδοτικότητας της κοιλίας. Επομένως ακούγεται σε υπερτροφία αριστερής κοιλίας (πχ από υπέρταση, υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια, στένωση αορτικής βαλβίδας) και σε έμφραγμα μυοκαρδίου, επειδή αυτές οι καταστάσεις προκαλούν διαταραχή της διαστολικής λειτουργίας. Ειδικά στην περίπτωση του εμφράγματος υπάρχει διαταραχή της διαστολικής και της συστολικής λειτουργίας με αποτέλεσμα, την ελαττωμένη πλήρωση της κοιλίας στην αρχή της διαστολής λόγω του αυξημένου όγκου αίματος που υπάρχει στην υπολειτουργούσα κοιλία. Επίσης συνυπάρχει μείωση της ελαστικότητας της κοιλίας που επίσης δυσχεραίνει την πλήρωσή της. Σε περιπτώσεις διαστολικής δυσλειτουργίας, η ροή του αίματος μέσα στην κοιλία στην αρχή της διαστολής είναι μικρότερη, λόγω της ελαττωμένης ελαστικότητας της κοιλίας που δυσχεραίνει την πλήρωσή της. Έτσι υπάρχει στον αριστερό κόλπο αυξημένο ποσό αίματος στην τελική φάση της διαστολής. Στη φάση αυτή συστέλλεται ο κόλπος πιο έντονα προκειμένου να επιτύχει την πλήρωση της ανελαστικής κοιλίας, ενώ επιπλέον έχει μεγαλύτερο ποσό αίματος να προωθήσει. Συνεπώς δημιουργούνται έντονες ηχητικές δονήσεις.

Φυσήματα: 
Ήχοι που έχουν μεγαλύτερη διάρκεια από τους καρδιακούς τόνους και προέρχονται από κραδασμούς που παράγει η ροή του αίματος όταν έχει αυξημένη ταχύτητα ή είναι στροβιλώδης. Τα φυσήματα διακρίνονται σε λειτουργικά και οργανικά.
Λειτουργικά, είναι εκείνα που δεν παράγονται σε θέσεις οργανικής (ανατομικής) βλάβης, αλλά οφείλονται σε αυξημένη ροή σε κάποιο καρδιακό στόμιο. Κάποια από αυτά παρατηρούνται σε φυσιολογική καρδιά, όπως ορισμένα αθώα φυσήματα της παιδικής ηλικίας και φυσήματα που ακούγονται σε συνθήκες αυξημένης καρδιακής παροχής, όπως σε υπερθυρεοειδισμό, πυρετό και αναιμία. Άλλα λειτουργικά φυσήματα οφείλονται σε καρδιοπάθειες και δεν δημιουργούνται στο σημείο της καρδιακής βλάβης, αλλά σε φυσιολογικά βαλβιδικά στόμια, που έχουν αυξημένη ροή εξαιτίας της βλάβης που βρίσκεται σε άλλο σημείο. Πχ σε μεσοκολπική επικοινωνία αξιόλογου μεγέθους μπορεί να ακούγεται λειτουργικό διαστολικό φύσημα στην εστία της τριγλώχινας και λειτουργικό συστολικό φύσημα στην εστία της πνευμονικής, εξαιτίας της αυξημένης φόρτισης με αίμα των δεξιών καρδιακών κοιλοτήτων. Σε μεσοκοιλιακή επικοινωνία μπορεί να ακούγεται διαστολικό λειτουργικό φύσημα στην εστία της μιτροειδούς, επίσης λόγω αυξημένης ροής που προκαλείται από την αυξημένη επιστροφή αίματος στον αριστερό κόλπο. Η αυξημένη επιστροφή αίματος οφείλεται στο γεγονός ότι στον αριστερό κόλπο επιστρέφει εκτός από το ποσό αίματος που πέρασε από τη συστηματική κυκλοφορία και στη συνέχεια μέσω των δεξιών καρδιακών κοιλοτήτων στην πνευμονική κυκλοφορία, άλλη μία ποσότητα αίματος που διένυσε μία πιο σύντομη διαδρομή. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τη ροή της παθολογικής διαφυγής, η οποία παρακάμπτοντας τη συστηματική κυκλοφορία, εισήλθε μέσω του ελλείμματος στη δεξιά κοιλία και στη συνέχεια στην πνευμονική κυκλοφορία.
Οργανικά φυσήματα είναι εκείνα που παράγονται από τη στροβιλώδη ροή σε θέση ανατομικής βλάβης (πχ σε στένωση, ή ανεπάρκεια αορτικής βαλβίδας, το φύσημα της μεσοκοιλιακής επικοινωνίας κλπ).
Η ένταση των φυσημάτων ταξινομείται σε 6 βαθμούς κατά Levine (Αυτή η ταξινόμηση προτάθηκε από τον Samuel Levine το 1933 και ισχύει ακόμη).
βαθμός 1 : Ασθενές φύσημα, αντιληπτό μόνο μετά από άσκηση
βαθμός 2: Φύσημα χαμηλής εντάσεως, αλλά εύκολα ακουστό
βαθμός 3: Φύσημα μέσης εντάσεως χωρίς ροίζο (δηλ δεν συνοδεύεται από ψηλαφητή δόνηση)
βαθμός 4: Φύσημα μέσης εντάσεως με ροίζο
βαθμός 5: Φύσημα έντονο που ακούγεται με μερική επαφή του στηθοσκοπίου πάνω στο θώρακα.
βαθμός 6: Φύσημα πολύ έντονο που ακούγεται ακόμα και όταν το στηθοσκόπιο δεν είναι σε επαφή με το θώρακα, αλλά σε μικρή απόσταση από αυτόν.
Οι βαθμοί αυτοί συχνά αναφέρονται και ως 1/6, 2/6, 3/6 κλπ.
Μία άλλη διάκριση των φυσημάτων είναι με βάση τη χρονική περίοδο του καρδιακού κύκλου στην οποία ακούγονται, σε συστολικά (ακούγονται κατά τη συστολή των κοιλιών) και διαστολικά (ακούγονται κατά την περίοδο της διαστολής). Επίσης υπάρχουν τα συνεχή φυσήματα που ακούγονται σε όλη τη διάρκεια του καρδιακού κύκλου χωρίς διακοπή και τα συστολοδιαστολικά που ακούγονται στη συστολή και τη διαστολή, αλλά με κάποια διακοπή (δηλ όχι σε όλη τη διάρκεια του καρδιακού κύκλου).
Τα συστολικά φυσήματα διακρίνονται: 1) στα εξωθήσεως ή μεσοσυστολικά που ξεκινούν λίγο μετά τον πρώτο τόνο, η έντασή τους αυξάνει προοδευτικά μέχρι το μέσο της συστολής και μετά ελαττώνεται προοδευτικά. Το τέλος του φυσήματος είναι πριν από το 2ο τόνο. Αυτά τα φυσήματα παράγονται στην αορτή και την πνευμονική αρτηρία λόγω στένωσης των βαλβίδων, ή εξαιτίας αυξημένης ροής αίματος. Μεσοσυστολικό φύσημα παρατηρείται σε στένωση στην περιοχή της εξόδου των κοιλιών, όπως σε βαλβιδική στένωση της αορτής, σε σκλήρυνση της αορτικής βαλβίδας (πάχυνση των πτυχών που είναι ελαφρώς δύσκαμπτες, αλλά χωρίς αξιόλογη στένωση), σε υποβαλβιδική στένωση της αορτής, όπου η στένωση βρίσκεται κάτω από τη βαλβίδα, στο χώρο εξόδου της αριστερής κοιλίας (συγγενή υποβαλβιδική στένωση της αορτής από παρουσία μεμβράνης ή σωληνώδους τύπου/ δυναμική υποβαλβιδική στένωση της αορτής από υπερτροφική αποφρακτική μυοκαρδιοπάθεια). Επίσης σε υπερβαλβιδική στένωση, δηλ στένωση μετά τη βαλβίδα (σε συγγενή υπερβαλβιδική στένωση της αορτής και σε στένωση του ισθμού της αορτής). Αντίστοιχα μεσοσυστολικό φύσημα εξωθήσεως στην πνευμονική παρατηρείται σε βαλβιδική στένωση της πνευμονικής (η οποία συνήθως είναι συγγενής), σε στένωση του χώρου εξόδου της δεξιάς κοιλίας (υποβαλβιδική στένωση της πνευμονικής) και σε υπερβαλβιδική στένωση της πνευμονικής (δηλ στένωση στην πνευμονική αρτηρία). Μία δεύτερη περίπτωση μεσοσυστολικού φυσήματος εξώθησης στην αορτή ή στην πνευμονική παρατηρείται σε αυξημένη ροή δια του βαλβιδικού στομίου, χωρίς στένωση της βαλβίδας. Αυτό μπορεί να συμβεί στην αορτή σε υπερκινητική κυκλοφορία (πχ πυρετός, αναιμία, υπερθυρεοειδισμός) και σε ανεπάρκεια αορτής. Η ανεπάρκεια αορτής προκαλεί αύξηση του όγκου αίματος που εξωθείται διαμέσου της αορτικής βαλβίδας σε κάθε συστολή, επειδή εκτός από το αίμα που διοχετεύεται στη συστηματική κυκλοφορία, η αριστερή κοιλία οφείλει να εξωθεί επιπρόσθετα και τον όγκο αίματος που παλινδρομεί μέσω της βαλβίδας κατά την διαστολική περίοδο. Όπως αναφέρθηκε η αυξημένη ροή διαμέσου μίας μη στενωτικής βαλβίδας μπορεί να προκαλέσει ακουστό φύσημα. Ομοίως μεσοσυστολικό φύσημα αυξημένης ροής στην πνευμονική βαλβίδα, ακούγεται σε υπερκινητική κυκλοφορία, και σε μεσοκολπική ή μεσοκοιλιακή επικοινωνία. Στις δύο τελευταίες καταστάσεις, η διαφυγή αίματος από αριστερά προς τα δεξιά (δηλ από τις αριστερές προς τις δεξιές καρδιακές κοιλότητες) προκαλεί αυξημένη ροή διαμέσου της πνευμονικής βαλβίδας. Ένα τρίτο αίτιο μεσοσυστολικού φυσήματος είναι η διάταση μίας αρτηρίας (στην αορτή λόγω διάτασης ή ανευρύσματος της ανιούσας αορτής, ή λόγω αθηρώματος αυτής, στην πνευμονική, λόγω διάτασης της πνευμονικής αρτηρίας).
Επίσης μεσοσυστολικά είναι και τα αθώα φυσήματα, που είναι κάποια χαμηλής έντασης (συνήθως μέχρι 2/6, δηλαδή μέχρι βαθμού 2 κατά Levine) και μικρής διάρκειας φυσήματα, που παρατηρούνται σε φυσιολογικά άτομα (κυρίως κατά την παιδική ηλικία). Σε παιδιά (πιο συχνά), ή σε εφήβους και κάποιες φορές σε νεαρούς ενήλικες, αρκετά συχνά ακούγονται αθώα φυσήματα στην εστία της πνευμονικής βαλβίδας, δηλαδή στο δεύτερο αριστερό μεσοπλεύριο διάστημα (αθώο φύσημα της πνευμονικής με παρουσία φυσιολογικού διχασμού του 2ου τόνου), ή το φύσημα του Still, που είναι ένα αθώο φύσημα μουσικό, μικρής διάρκειας που ακούγεται χαμηλά αριστερά παραστερνικά, ή μεταξύ του κατώτερου τμήματος του αριστερού χείλους του στέρνου και της καρδιακής κορυφής.
 2) Τα ολοσυστολικά φυσήματα ξεκινούν συγχρόνως με τον πρώτο τόνο, έχουν την ίδια ένταση σε όλη τη διάρκεια της συστολής και σταματούν στο δεύτερο τόνο ή και λίγο μετά από αυτόν. Τα ολοσυστολικά φυσήματα είναι πάντοτε οργανικά. Δημιουργούνται από τη ροή αίματος μεταξύ δύο καρδιακών κοιλοτήτων που έχουν διαφορά πίεσης σε ολόκληρη τη διάρκεια της συστολής (όπως κοιλία και κόλπος, ή οι δύο κοιλίες). Το αίμα διαφεύγει από την κοιλότητα με την υψηλότερη πίεση προς εκείνη με τη χαμηλότερη. Παρατηρούνται σε ανεπάρκεια κολποκοιλιακής βαλβίδας, μιτροειδούς ή τριγλώχινας (τότε λέγονται ολοσυστολικά φυσήματα παλινδρόμησης), ή σε μεσοκοιλιακή επικοινωνία. Μία τρίτη περίπτωση ολοσυστολικού φυσήματος είναι σε μεγάλες επικοινωνίες μεταξύ αορτής και πνευμονικής αρτηρίας (μεγάλος ανοικτός αρτηριακός πόρος ή αορτοπνευμονικό παράθυρο), όταν αυξηθούν οι πνευμονικές αντιστάσεις σε βαθμό που να καταργείται η διαφορά πίεσης μεταξύ των δύο αρτηριών στη διαστολή και να παραμένει μόνο το συστολικό σκέλος του φυσήματος. Πρόκειται για περίπτωση μεταβολής ενός φυσήματος που αρχικά είναι συνεχές, αλλά μετά από κάποιο χρονικό διάστημα καταργείται το διαστολικό του σκέλος. (Η προοδευτική αύξηση των πνευμονικών αγγειακών αντιστάσεων σε τέτοιες περιπτώσεις, οφείλεται σε αντιδραστικές αλλοιώσεις της πνευμονικής κυκλοφορίας, λόγω της χρονίως αυξημένης αιματικής ροής που δέχεται, εξαιτίας της διαφυγής αίματος από την αορτή προς την πνευμονική). 
3) Τα τελοσυστολικά φυσήματα που αρχίζουν σαφώς μετά τον 1ο τόνο προς το μέσο ή το τέλος της συστολής και φθάνουν μέχρι το 2ο τόνο. Συνήθως προηγείται από το φύσημα ένα μεσοσυστολικό κλίκ. Τέτοιο φύσημα ακούγεται σε πρόπτωση της μιτροειδούς.
Τα διαστολικά φυσήματα διακρίνονται σε 
1) Πρωτοδιαστολικά, που αρχίζουν αμέσως μετά το 2ο τόνο και ακούγονται σε τμήμα της διαστολικής περιόδου, μερικές φορές και σε ολόκληρη τη διάρκειά της. Η έντασή τους είναι μεγαλύτερη κατά την έναρξη και εμφανίζει προοδευτική ελάττωση (decrescendo). Παρατηρούνται σε ανεπάρκεια μηνοειδούς βαλβίδας (αορτικής ή πνευμονικής).
 2) Τα μεσοδιαστολικά είναι φυσήματα χαμηλής συχνότητας (κύλισμα) που αρχίζουν λίγο μετά το δεύτερο τόνο. Ακολουθούν την κλαγγή διανοίξεως, όταν υπάρχει. Μπορεί να καταλαμβάνουν μέρος της διαστολής ή ολόκληρη τη διαστολή. Ακούγονται σε περιπτώσεις στένωσης κολποκοιλιακής βαλβίδας (οργανικό φύσημα) ή αυξημένης ροής από μια κολποκοιλιακή βαλβίδα (λειτουργικό φύσημα). Λειτουργικό φύσημα λόγω αυξημένης ροής από τη μιτροειδή ακούγεται σε περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει αυξημένη επιστροφή αίματος στον αριστερό κόλπο μέσω των πνευμονικών φλεβών (μεσοκοιλιακή επικοινωνία, ανοικτός αρτηριακός πόρος) και σε περιπτώσεις αυξημένης καρδιακής παροχής, όπως σε υπερθυρεοειδισμό, αναιμία και αρτηριοφλεβική επικοινωνία. Μία άλλη περίπτωση λειτουργικού φυσήματος στην εστία της μιτροειδούς είναι το φύσημα Austin-Flint, μεσοδιαστολικό ή προσυστολικό φύσημα που παρατηρείται σε ανεπάρκεια αορτικής βαλβίδας, όταν ο πίδακας του αίματος που παλινδρομεί από την αορτή στην αριστερή κοιλία απωθεί την πρόσθια γλωχίνα της μιτροειδούς προς θέση σύγκλεισης. Αυτό ελαττώνει τη διάνοιξη της μιτροειδούς. Λειτουργικό μεσοδιαστολικό φύσημα λόγω αυξημένης ροής στην τριγλώχινα ακούγεται σε μεσοκολπική επικοινωνία.
3) Τα προσυστολικά φυσήματα συνήθως αποτελούν τη συνέχεια ενός μεσοδιαστολικού φυσήματος (κυλίσματος) στένωσης της μιτροειδούς ή της τριγλώχινας στη φάση της συστολής των κόλπων (τέλος της διαστολής). Για αυτό το λόγο λέγονται και προσυστολική επίταση του διαστολικού φυσήματος. Οφείλονται στη στροβιλώδη ροή αίματος μέσω στενωμένης κολποκοιλιακής βαλβίδας κατά την κολπική συστολή, η οποία προωθεί αίμα προς τη σύστοιχη κοιλία. Το προσυστολικό φύσημα καταργείται αν εμφανισθεί κολπική μαρμαρυγή, επειδή τότε δεν υπάρχει οργανωμένη κολπική συστολή.
Συνεχή φυσήματα: Ακούγονται όταν υπάρχει παθολογική επικοινωνία μεταξύ δύο τμημάτωντης κυκλοφορίας, που έχουν  διαφορά πίεσης σε όλη τη διάρκεια του καρδιακού κύκλου (παραμονή ανοικτού αρτηριακού πόρου, ρήξη κόλπου Valsalva σε δεξιά καρδιακή κοιλότητα, αρτηριοφλεβική επικοινωνία στην στεφανιαία κυκλοφορία, στην πνευμονική κυκλοφορία, ή στη συστηματική κυκλοφορία).

Ήχος περικαρδιακής τριβής:  
Ήχος τραχύς που μοιάζει σαν να τρίβονται δύο επιφάνειες και ακούγεται κατά τη συστολική και τη διαστολική περίοδο. Έχει μία συστολική και μία, ή δύο διαστολικές συνιστώσες (στην αρχή της διαστολής, δηλαδή τη φάση ταχείας πλήρωσης των κοιλιών και στη φάση της κολπικής συστολής). Οφείλεται σε τριβή μεταξύ των πετάλων του περικαρδίου (περίτονου και περισπλάγχνιου) με τις κινήσεις της καρδιάς, όταν υπάρχει φλεγμονή του περικαρδίου (περικαρδίτιδα). Ακούγεται εντονότερα με πίεση του διαφράγματος του στηθοσκοπίου στο αριστερό χείλος του στέρνου, ιδιαίτερα στο 3ο-4ο μεσοπλεύριο διάστημα και η έντασή του αυξάνεται με την πρόσθια κλίση του σώματος (όταν ο ασθενής είναι καθιστός και σκύβει μπροστά). Μπορεί να ακούγεται και όταν υπάρχει περικαρδιακή συλλογή υγρού, αλλά σε μεγάλη συλλογή μπορεί να εξαλειφθεί.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΝ ΠΙΝΑΚΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Βιβλιογραφία

Δημ Α Σιδερής, Πρωτοβάθμια Καρδιολογία, 2η έκδοση, Επιστημονικές Εκδόσεις "Γρ Παρισιάνος" Αθήνα 1998.

V Fuster, R Walsh, R Harrington. Hurst's the Heart, 13th Edition, Mc Graw-Hill 2011.
Mayo Clinic Cardiology: Concise Textbook, Fourth Edition. Oxford University Press 2013.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια, η επικοινωνία και η συζήτηση είναι απολύτως επιθυμητά !
Το περιεχόμενο ανανεώνεται διαρκώς και τα σχόλιά σας με βοηθούν να κάνω βελτιώσεις.